Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Daniel Bensaid - Περατό και μη περατό παίγνιο




Πραγματευόμενος την έννοια της εκμετάλλευσης κι έπειτα από μια σχολιαστική απαρίθμηση των εμφανίσεων του όρου στα κείμενα, ο Γιόν Έλστερ συμπεραίνει:
Όλα αυτά τα χωρία μαζί αναφέρουν κάπου δεκαπέντε ομάδες που παρουσιάζονται ως τάξεις στους διάφορους τρόπους παραγωγής: γραφειοκράτης και θεοκράτης στον ασιατικό τρόπο παραγωγής· δούλος και πληβείος στο δουλοκτητικό σύστημα· βιομηχανικός καπιταλιστής, χρηματιστής, γαιοκτήμονας, αγρότης, μικροαστός και μισθωτός στον καπιταλισμό. Πρέπει συνεπώς να επεξεργαστούμε έναν ορισμό συμβατό και με αυτή την απαρίθμηση και με τους θεωρητικούς περιορισμούς που συναρτώνται με την έννοια τάξη. Ειδικότερα, πρέπει να ορίσουμε τις τάξεις κατά τρόπο που να μπορούν να είναι τουλάχιστον δυνάμει συλλογικοί δρώντες. Ομοίως, τα συμφέροντα τους ως συλλογικοί δρώντες πρέπει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να απορρέουν από την οικονομική τους κατάσταση. Πρόκειται για γενικούς περιορισμούς, που όμως επιτρέπουν τουλάχιστον να αποκλείσουμε ορισμένες προτάσεις. Οι ομάδες εισοδημάτων δεν είναι τάξεις, ούτε οι ομάδες που προσδιορίζονται με εθνικά, θρησκευτικά, ή γλωσσικά κριτήρια.1
 Θεωρεί ότι η σχέση ιδιοκτησίας (ή μη ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής), όπως και η σχέση εκμετάλλευσης, είναι πολύ χοντροκομμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό των τάξεων:
Αν θέλουμε να έχει η έννοια τάξη νόημα σε σχέση με την κοινωνική πάλη και τη συλλογική δράση, δεν πρέπει να την ορίσουμε με όρους εκμετάλλευσης, αφού κανένας δεν ξέρει ακριβώς πού να βάλει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
          Από την άλλη,
ο ορισμός των τάξεων με όρους καταπίεσης και υποδούλωσης παρέχει μεγάλη θέση  στις συμπεριφορές και ταυτόχρονα είναι ανεπαρκώς δομικός.


O Έλστερ προτείνει συνεπώς έναν γενικό ορισμό των τάξεων με όρους εφοδίων και συμπεριφορών: "Σε αυτά τα εφόδια περιλαμβάνονται τα υλικά αγαθά, τα άυλα χαρίσματα και τα πιο σταθερά μορφωτικά χαρακτηριστικά. Μεταξύ των συμπεριφορών πρέπει να αναφέρουμε το αν εργάζεται κάποιος ή δεν εργάζεται, αν δανείζει ή δανείζεται κεφάλαια, αν καλλιεργεί νοικιασμένη γη ή αν κατέχει γη και την παραχωρεί έναντι ενοικίου, αν δίνει ή αν παίρνει εντολές στο πλαίσιο της διαχείρισης νομικού προσώπου. Αυτές οι απαριθμήσεις φιλοδοξούν να είναι πλήρεις: μια τάξη είναι μια ομάδα ατόμων που, λόγων των εφοδίων που διαθέτουν, είναι υποχρεωμένα να επιδίδονται στις ίδιες δραστηριότητες, αν θέλουν να χρησιμοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα εν λόγω εφόδια. Πιστεύω ότι αυτός ο ορισμός είναι πέρα για πέρα ικανοποιητικός από εκτατική και και θεωρητική άποψη, αλλά λιγάκι ελλιπής από την άποψη της μεθοδολογίας. Η αποδοχή μεταβλητών αντικειμενικών ρόλων είναι αδυναμία, όπως και η αποδοχή μυ υλικών εφοδίων. Κι επιπλέον, βέβαια, ο ορισμός που επεξεργαστήκαμε έτσι μπορεί να αποδειχθεί τελικά λιγότερο χρήσιμος για την εξήγηση των κοινωνικών συγκρούσεων απ' ό,τι ήλπιζε ο Μάρξ".



Αυτός ο ορισμός των τάξεων υπακούει στον ορθολογικό κανόνα της βέλτιστης χρήσης των εφοδίων. Ο Έλστερ αναγνωρίζει ότι είναι συζητήσιμη η αναγωγή της πάλης των τάξεων σε ένα παιχνίδι όπου τα χαρτιά έχουν μοιραστεί στην αρχή της παρτίδας με βάση "άυλα εφόδια". Θα ήταν πιο συνετό να διευκρινιστεί η αναλογία: πρόκειται για περατό ή για μη περατό παιχνίδι; Ένα περατό παιχνίδι έχει μια συγκεκριμένη αρχή κι ένα συγκεκριμένο τέλος. Παίζεται με συμφωνημένους κανόνες εντός προσδιορισμένων χωρικών και χρονικών ορίων. Τελειώνει με μια αποφασιστική κίνηση που ούτε στέφεται με νίκη ή έπαθλο. Το μη περατό παιχνίδι, αντίθετα, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Δεν έχει ούτε χωρικά ούτε χρονικά όρια. Η κάθε παρτίδα του "ανοίγει έναν νέο χρονικό ορίζοντα". Οι κανόνες του μπορούν να μεταβάλλονται ενόσω παίζεται. Δεν τελειώνει με τη νίκη ή με την ήττα, αλλά αναζωπυρώνεται από το γεγονός - αέναη γέννηση και αιώνια επανέναρξη- που ανοίγει ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων. Η διαφορά είναι τεράστια.


Το περατό παιχνίδι μπορεί να χρησιμεύσει σαν πρότυπο στους λόγους περί τέλους της ιστορίας. Καταδικασμένο σε μια κατάληξη, επιτρέπει την ορθολογικοποίηση του παρελθόντος με βάση το παρόν, "να επανεξετάσουμε εκ των υστέρων το δρόμο που διανύθηκε ως τη νίκη". Δοξάζει έτσι το θρίαμβο του παρελθόντος επί του μέλλοντος. Η στρατηγική πρόβλεψη περιορίζεται τότε σε μια προκαταβολική εξήγηση που ακυρώνει κάθε μετέπειτα έρευνα. Το μη περατό παιχνίδι αποφεύγει αντιθέτως τη διάγνωση του αποτελέσματος και κρατάει το μέλλον ανοιχτό. Ο παίκτης του "αποδέχεται τη δυνατότητα" και συνεχίζει να παίζει με "την ελπίδα ότι θα εκπλαγεί". Σε κάθε έκπληξη το παρελθόν αποκαλύπτει μια νέα αρχή: "Στο βαθμό που το μέλλον είναι πάντα έκπληξη, το παρελθόν είναι πάντα αλλαγή". Δεν τίθεται πλέον ζήτημα να προπονείσαι επαναλαμβάνοντας μια γνωστή κίνηση για να τη μάθεις, αλλά να είσαι έτοιμος για την εφεύρεση που ξαναπαίζει στο μέλλον ένα ανολοκλήρωτο παρελθόν. Τείνοντας προς αυτόν τον άπιαστο ορίζοντα, ο παίκτης του απείρου δεν δαπανά χρόνο · δημιουργεί το χρόνο. Κάθε στιγμή είναι "αρχή ενός γεγονότος", ξεκίνημα προς το μέλλον, "που είναι το ίδιο φορτισμένο με μέλλον". Ενώ ο παίκτης του περατού αρκείται στην ανακεφαλαίωση μιας γνώσης σύμφωνα με την οποία οι ίδιες αιτίες παράγουν σίγουρα τα ίδια αποτελέσματα, ο παίκτης του απείρου επιδίδεται στην ιστόρηση που μας "καλεί να ξαναστοχαστούμε ό,τι νομίζαμε ότι γνωρίζαμε".

Η πάλη των τάξεων θα παρέπεμπε μάλλον στο μη περατό παιχνίδι: χωρίς αρχή, χωρίς όρια, χωρίς τέλος της παρτίδας. Και χωρίς διαιτητή για να σφυρίξει την έναρξη, να επιβλέπει για την τήρηρη των κανόνων και να στέφει τον νικητή. Η τελευταία λέξη δεν λέγεται ποτέ. Το παιχνίδι, όπως και το θέαμα, πρέπει να συνεχιστεί. Οι μνήμες φορτώνονται με την εμπειρία όλων των αποτυχημένων και επιτυχημένων κινήσεων των προηγούμενων παρτίδων. Μέχρι εξαντλήσεων, μέσα στην ομίχλη του ορίζοντα, όπου μια απίθανη μεσσιανική έκρηξη θα ξανάδινε το προσωρινό νόημα της πορείας που διανύθηκε.


"Πως να φυλάξουμε όλα τα περατά παιχνίδια μας μέσα σε ένα μη περατό παιχνίδι;"

Πως να αντισταθούμε στην αδιαφορία για το μηδαμινό κέρδος της παρτίδας και, ταυτόχρονα στη όχι λιγότερο μηδαμινή ψευδαίσθηση της νίκης; Πως να αγωνιστούμε, όχι για να επιβεβαιώσουμε το νόημα της ιστορίας, αλλά για ν'αλλάξουμε τις δυνατότητες ωθώντας ολοένα και μακρύτερα τα όρια του παιχνιδιού; Η απάντηση βρίσκεται πιθανώς στην πολιτική, που είναι η "τέχνη του εφικτού", όχι με την πεζή έννοια που της έδινε ο Μπίσμαρκ, αλλά με την έννοια της εγερτήριας στρατηγικής, ικανής να διακόψει την καταστροφική ακολουθία του μηχανικού χρόνου.

Όπως το μη περατό παιχνίδι, η πάλη των τάξεων δεν γνωρίζει παρά μόνο προσωρινές νίκες (και προσωρινούς συμβιβασμούς). Αλλά η σύγκριση έχει τα όρια της. Η θεωρία των παιγνίων έχει αρχή της ότι "κανένας δεν μπορεί να παίξει αν εξαναγκαστεί να παίξει" και ότι "όποιος είναι υποχρεωμένος να παίξει δεν μπορεί να παίξει". Ο Έλστερ αντιλαμβάνεται το πρόβλημα όταν ζητάει συγγνώμη που αποδέχτηκε "μεταβλητούς αντικειμενικούς ρόλους και άυλα εφόδια". Ατομικά μπορούμε πάντα να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε παιχνίδι, να αλλάξουμε δεδομένα, περνώντας από μια τάξη σε άλλη. Στις σύγχρονες κοινωνίες η κοινωνική κινητικότητα επιτρέπει αυτές τις μεταπηδήσεις και τις προαγωγές. Μέσα σε ορισμένα όρια, το άτομο μπορεί έτσι να έχει την αυταπάτη ότι επιλέγει την τάξη του, τα χαρτιά του και τη θέση του γύρω από τη τσόχα. Οι παραδειγματικές επιτυχίες συντηρούν το μύθο αυτής της ελευθερίας. Συλλογικά οι ρόλοι δεν παύουν να διανέμονται και να διαιωνίζονται σταθερά από την κοινωνική αναπαραγωγή.

Η πάλη δεν είναι παιχνίδι είναι σύγκρουση.

Ο καταπιεσμένος είναι καταδικασμένος να αντισταθεί, αν δε θέλει απλώς να συντριβεί. Η ζωτική ανάγκη να παλέψει απαγορεύει κάθε μοντέλο υπό τη μορφή παιγνίου. Χωρίς αρχή ή τέλος, αυτή η σύγκρουση είναι μια ανελέητη πάλη σώμα με σώμα, της οποίας οι κανόνες ποικίλουν ανάλογα με τη δύναμη.


Πηγή: Daniel Bensaid, Ο Μάρξ της Εποχής μας, σ. 165-8, Εκδόσεις Τόπος



1  Jon Elster, Karl Marx, une interprétation analytique, ό.π., σελ. 435. Ο Έλστερ εκτιμά ότι δεν είναι πλέον "δυνατό σήμερα, ηθικά ή πνευματικά, να είναι κάποιος μαρξιστής με την παραδοσιακή έννοια". Η κρίση παραείναι κάθετη για να μην κρύβει παγίδες. Αν εννοεί λέγοντας μαρξιστής "με την παραδοσιακή έννοια" τον τύπο πολιτικής και θεωρητικής στάσης του οποίου υπήρξαν φορείς τα κόμματα του "ορθόδοξου μαρξισμού", σοσιαλδημοκρατικά ή σταλινικά, θα συμφωνήσουμε χωρίς δυσκολία ότι δεν είναι πλέον δυνατό να είναι κάποιος, ηθικά ή πνευματικά, μαρξιστής κατ'αυτόν τον τρόπο. Αμφισβητούμε όμως την άποψη ότι αυτό χρονολογείται από σήμερα ή από χθες. Αυτό που ήταν εδώ και πολύ καιρό αδύνατο να έχει γίνει απλώς ανείπωτο. Η σημερινή εγκατάλειψη του παραδοσιακού μαρξισμού από τον Έλστερ παρουσιάζεται σαν ένας εναλλακτικός μαρξισμός, μη παραδοσιακός, σαν "αναλυτικός μαρξισμός". Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για κατεδάφιση, πλαγίως όχι λιγότερο συστηματικά της θεωρίας του Μαρξ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου