Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Επιστρέφοντας στο μηδέν της ανταλλακτικής αξίας




Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. (K. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, 1848)

To αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα [..] Υπερπαραγωγή κεφαλαίου, και όχι ξεχωριστών εμπορευμάτων - αν και η υπερπαραγωγή κεφαλαίου περιλαμβάνει πάντα την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων - δεν σημαίνει τίποτα άλλο από υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. ΙΙΙ, 1894)


Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Gilles Deleuze, Felix Guattari - Τι είναι έννοια; (2ο μέρος)


Το πρώτο μέρος  εδώ.

Τελικά, η έννοια δεν έχει λογική αλληλουχία, και η φιλοσοφία δεν είναι μάθηση με λογική αλληλουχία, αφού δεν συναρμόζει προτάσεις. Η σύγχυση έννοιας και πρότασης είναι που μας κάνει να πιστεύουμε στην ύπαρξη των επιστημονικών εννοιών και που εκλαμβάνει την πρόταση ως πραγματική «ένταση» (αυτό που η φράση εκφράζει)· επομένως, η φιλοσοφική έννοια πολύ συχνά δεν εμφανίζεται παρά σαν πρόταση στερούμενη νοήματος. Τούτη η σύγχυση είναι κυρίαρχη στην λογική και εξηγεί την παιδιάστικη αντίληψη που τρέφει εκείνη για τη φιλοσοφία. Οι έννοιες μετρούνται στα μέτρα μιας «φιλοσοφικής» γραμματικής, η οποία τις αντικαθιστά με προτάσεις που εξάγονται από τις φράσεις στις οποίες εμφανίζονται εκείνες· [οι υπέρμαχοι της προτασιακής λογικής] μας φυλακίζουν ασταμάτητα μέσα σε εναλλακτικές λύσεις μεταξύ προτάσεων, χωρίς να βλέπουν ότι η έννοια έχει ήδη περάσει στο αποκλειόμενο τρίτο. Η έννοια δεν είναι επ’ ουδενί πρόταση, δεν είναι προτασιακή, ενώ η πρόταση δεν είναι ποτέ ένταση. Οι προτάσεις ορίζονται μέσω της αναφοράς τους, η δε αναφορά δεν αφορά το Συμβάν αλλά τη σχέση με την κατάσταση πραγμάτων ή σωμάτων καθώς και τους όρους αυτής της σχέσης. Μακράν του να αποτελούν ένταση, τούτοι οι όροι είναι όλοι τους εκτασιακοί – συνεπάγονται διαδοχικές πράξεις εντοπισμού σε σχέση με την τετμημένη, ή ευθυγράμμισης, (οι οποίες εισάγουν τις εντασιακές τεταγμένες σε χωροχρονικές και ενεργειακές συντεταγμένες) και αντιστοίχισης με τα κατ’ αυτόν τον τρόπο οριοθετημένα σύνολα. Αυτές οι διαδοχές και αυτές οι αντιστοιχίες είναι που ορίζουν την λογική αλληλουχία σε εκτασιακά συστήματα· και η ανεξαρτησία των μεταβλητών των προτάσεων αντιτίθεται στον αχώριστο χαρακτήρα των παραλλαγών μέσα στην έννοια. Οι έννοιες, οι οποίες έχουν μόνο συνέπεια και εντασιακές τεταγμένες έξω από συντεταγμένες, εισέρχονται ελεύθερα σε σχέσεις απήχησης που δεν έχουν λογική αλληλουχία, είτε γιατί οι συνιστώσες της μιας έννοιας γίνονται έννοιες που έχουν άλλες συνιστώσες, πάντοτε ετερογενείς, είτε γιατί δεν υπάρχει καμία διαφορά κλίμακας μεταξύ τους, σε οποιοδήποτε επίπεδο. Οι έννοιες είναι κέντρα δονήσεων, η κάθε μια καθ’ εαυτήν, και οι μεν σε σχέση με τις δε. Εξ’ ου και το ότι καθετί συνδέεται με το άλλο με σχέσεις απήχησης και όχι ακολουθίας ή αντιστοιχίας. Κανείς λόγος δεν υπάρχει να ακολουθεί [λογικά] η μια έννοια την άλλη. Ούτε, όμως, οι έννοιες, ως αποσπασματικές ολότητες, είναι κομμάτια ενός παζλ αφού τα ακανόνιστα περιγράμματά τους δεν συναρμόζονται τα μεν στα δε. Σχηματίζουν όντως έναν τοίχο, πρόκειται όμως για ξερολιθιά, όπου, έστω και αν το σύνολο είναι στερεωμένο, τούτο οφείλεται στο ότι το κάθε κομμάτι χωριστά στηρίζει το άλλο με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Ακόμη και οι γέφυρες, από την μια έννοια στην άλλη, είναι σταυροδρόμια ή παρακαμπτήριες που δεν περιχαράζουν κανένα σύνολο με λογική αλληλουχία. Πρόκειται για κινητές γέφυρες. Από αυτή την άποψη δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι η φιλοσοφία είναι εσαεί σε κατάσταση παρέκβασης ή παρεκβατικότητας.

Από εδώ πηγάζουν οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στη φιλοσοφική εκφορά των αποσπασματικών εννοιών και στην επιστημονική εκφορά των μερικών προτάσεων. Εκ πρώτης όψεως, κάθε εκφορά είναι εκφορά θέσης· παραμένει όμως πάντοτε εξωτερική ως προς την πρόταση, μιας και η τελευταία έχει για αντικείμενο μιαν κατάσταση πραγμάτων ως ανάφορο, και για συνθήκες τις αναφορές που αποτελούν τιμές αλήθειας (έστω και αν αυτές οι συνθήκες είναι από την πλευρά τους εσωτερικές στο αντικείμενο). Αντίθετα, η εκφορά της θέσης είναι αυστηρά εμμενής στην έννοια, εφ’ όσον η έννοια δεν έχει άλλο αντικείμενο από τον αχώριστον χαρακτήρα των συνιστωσών της, από τις οποίες περνά και ξαναπερνά, και αυτός ο αχώριστος χαρακτήρας αποτελεί την συνέπειά της. Όσο για την άλλη πλευρά, την εκφορά της δημιουργίας ή της υπογραφής, είναι βέβαιο πως οι επιστημονικές προτάσεις και τα σύστοιχά τους είναι υπογεγραμμένα ή δημιουργημένα εξ’ ίσου με τις φιλοσοφικές έννοιες· έτσι, μιλάμε για το Πυθαγόρειο θεώρημα, για τις καρτεσιανές συντεταγμένες, τον αριθμό του Χάμιλτον, την συνάρτηση του Λαγκράνζ, την πλατωνική Ιδέα ή το cogito του Ντεκάρτ κ.λπ. Ωστόσο αν και τα κύρια ονόματα, με τα οποία συνδέεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η έννοια, είναι και ιστορικά και πιστοποιημένα ως τέτοια, είναι προσωπεία για άλλα γίγνεσθαι, χρησιμεύουν απλώς ως ψευδώνυμα για άλλες, πιο απόκρυφες, ενικές οντότητες· στην περίπτωση των προτάσεων, πρόκειται για εξωγενείς μερικούς παρατηρητές, επιστημονικά προσδιορίσιμους σε σχέση με τους τάδε ή τους δείνα άξονες αναφοράς, ενώ ως προς τις έννοιες πρόκειται για ενδογενή εννοιακά πρόσωπα που κατέχουν το τάδε ή το δείνα επίπεδο συνέπειας. Δεν θα πούμε μόνο ότι τα κύρια ονόματα έχουν πολύ διαφορετικές χρήσεις στις φιλοσοφίες, τις επιστήμες και τις τέχνες: το ίδιο ισχύει και για τα συντακτικά στοιχεία και κυρίως για τις προθέσεις, τους συνδέσμους, το «ή», το «άρα»… Η φιλοσοφία προχωρεί μέσω φράσεων, αλλά γενικά δεν εξάγουμε πάντοτε από προτάσεις τις φράσεις. Προς το παρόν διαθέτουμε μόνο μια γενικότατη υπόθεση: από τις φράσεις ή τα ισοδύναμά τους, η φιλοσοφία αρύεται έννοιες (που δεν πρέπει να συγχέονται με τις γενικές ή αφηρημένες ιδέες), η επιστήμη προτεινόμενα (προτάσεις που δεν πρέπει να συγχέονται με τις κρίσεις) και η τέχνη παραστατά και παθήματα (που δεν πρέπει να συγχέονται με αντιλήψεις ή συναισθήματα). Κάθε φορά, η γλώσσα υποβάλλεται σε ασύγκριτες δοκιμασίες και χρήσεις, οι οποίες ωστόσο δεν ορίζουν την διαφορά των κλάδων χωρίς επίσης να συγκροτούν τις ατελεύτητες διασταυρώσεις τους.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ Ι

Πρέπει, κατ’ αρχήν, να επικυρώσουμε τις προηγούμενες αναλύσεις παίρνοντας ως παράδειγμα μιαν από τις πιο γνωστές υπογεγραμμένες φιλοσοφικές έννοιες, έστω εκείνη του καρτεσιανού cogito, του Εγώ του Ντεκάρτ: μιαν έννοια του εγώ. Η έννοια αυτή έχει τρεις συνιστώσες: το αμφιβάλλειν, το σκέπτεσθαι, το Είναι (χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι κάθε έννοια είναι τριπλή). Η ολική εκφορά της έννοιας ως πολλαπλότητας είναι: σκέπτομαι άρα υπάρχω, ή πληρέστερα: εγώ που αμφιβάλλω, που σκέπτομαι, είμαι, είμαι ένα πράγμα που σκέπτεται. Πρόκειται για το μονίμως ανανεούμενο γεγονός της σκέψης, όπως το είδε ο Ντεκάρτ. Η έννοια συμπυκνώνεται στο σημείο Ε, το οποίο περνά από όλες τις συνιστώσες και όπου συμπίπτουν τα σημεία Ε' (αμφιβάλλω), Ε'' (σκέφτομαι), Ε''' (είμαι). Οι συνιστώσες διευθετούνται ως εντασιακές τεταγμένες στις ζώνες γειτονίας ή αδιακριτότητας που δημιουργούν περάσματα από την μια στην άλλη και αποτελούν τον αχώριστο χαρακτήρα τους: η πρώτη ζώνη βρίσκεται ανάμεσα στο σκέπτεσθαι και το αμφιβάλλειν (εγώ που αμφιβάλλω, δεν μπορώ να αμφιβάλλω ότι σκέπτομαι), ενώ η δεύτερη ανάμεσα στο σκέπτεσθαι και το Είναι (για να σκέπτεσαι πρέπει να είσαι). Οι συνιστώσες παρουσιάζονται εδώ ως ρήματα, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί κανόνα, αρκεί να πρόκειται για παραλλαγές. Στην πραγματικότητα, η αμφιβολία περιλαμβάνει στιγμές, οι οποίες δεν είναι τα είδη ενός γένους, αλλά οι φάσεις μιας παραλλαγής: αισσθητή, επιστημονική, έμμονη αμφιβολία. (Κάθε έννοια έχει επομένως ένα χώρο φάσεων, αν και με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην επιστήμη). Το ίδιο ισχύει και για τους τρόπους της σκέψης: το να αισθάνεσαι, το να φαντάζεσαι, το να έχεις ιδέες. Το ίδιο και για τους τύπους του Είναι, του πράγματος ή της ουσίας: το άπειρο Είναι, το πεπερασμένο σκεπτόμενο Είναι, το εκτεταμένο Είναι. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η έννοια του εγώ δεν συγκρατεί παρά την δεύτερη φάση του Είναι, αφήνοντας απ' έξω το υπόλοιπο της παραλλαγής. Πρόκειται, όμως, ακριβώς για το σημάδι πως η έννοια περιχαρακώνεται ως αποσπασματική ολότητα, με το «είμαι κάτι που σκέπτεται»: περνάμε στις άλλες φάσεις του Είναι μόνο από σταυροδρόμια-γέφυρες που μας οδηγούν στις υπόλοιπες έννοιες. Έτσι, το «μεταξύ των ιδεών μου, έχω την ιδέα του απείρου» είναι η γέφυρα που οδηγεί από την έννοια του εγώ σε εκείνη του Θεού. Τούτη δε η νέα έννοια έχει η ίδια τρεις συνιστώσες που αποτελούν τις «αποδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού ως απείρου συμβάντος. Η τρίτη (η οντολογική απόδειξη) εξασφαλίζει την περιχαράκωση της έννοιας αλλά και στήνει, με τη σειρά της, μια γέφυρα ή διακλαδίζεται προς μιαν έννοια έκτασης, στον βαθμό που εγγυάται την αντικειμενική τιμή αλήθειας των υπολοίπων σαφών και διακριτών εννοιών. (Σχέδιο 1)
 'Οταν ρωτάμε αν υπάρχουν προάγγελοι του cogito, ουσιαστικά θέλουμε να ρωτήσουμε το έξης: υπάρχουν άραγε έννοιες με την υπογραφή προγενεστέρων φιλοσόφων, που να έχουν όμοιες ή σχεδόν τις ίδιες συνιστώσες, από τις οποίες ωστόσο κάποια λείπει, ή πάλι έννοιες που να προσθέτουν και άλλες συνιστώσες, έτσι ώστε να μην μπορεί να αποκρυσταλλωθεί ένα cogito, εφ' όσον οι συνιστώσες δεν συμπίπτουν ακόμη, μέσα σε ένα εγώ; Όλα έμοιαζαν έτοιμα, ωστόσο κάτι έλειπε. Ίσως η προηγούμενη έννοια να παρέπεμπε σε κάποιο άλλο πρόβλημα από εκείνο του cogito (χρειάζεται μια μεταλλαγή του προβλήματος, ώστε να εμφανιστεί το καρτεσιανό cogito) ή και να εκδιπλωνόταν πάνω σε ένα άλλο επίπεδο. Το καρτεσιανό επίπεδο συνίσταται στην απόρριψη κάθε ρητής αντικειμενικής προϋπόθεσης, όπου κάθε έννοια θα παρέπεμπε σε άλλες έννοιες (για παράδειγμα ο άνθρωπος ως «ζώον λόγον έχον»). Επικαλείται απλώς μια προφιλοσοφική κατανόηση, δηλαδή προϋποθέσεις υπόρρητες και υποκειμενικές: όλος ο κόσμος ξέρει τι πάει να πει σκέφτομαι, είμαι, εγώ (το ξέρουμε με το να το κάνουμε, να είμαστε ή να το λέμε). Πρόκειται για ολοκαίνουργια διάκριση. Αυτό το σχέδιο απαιτεί με την σειρά του μιαν αρχική έννοια που να μην προϋποθέτει τίποτε αντικειμενικό. Έτσι, το πρόβλημα είναι το εξης: ποιά είναι η πρώτη έννοια σε αυτό το επίπεδο, ποιό είναι το αρχικό τούτο σημείο που να μπορεί να καθορίζει την αλήθεια ως απόλυτα καθαρή υποκειμενική βεβαιότητα; Τέτοιο είναι το cogito. Οι υπόλοιπες έννοιες θα μπορέσουν να κατακτήσουν την αντικειμενικότητα, πλην όμως υπό τον όρο ότι θα συνδέονται με γέφυρες με την πρώτη έννοια, ότι θα απαντούν σε προβλήματα υποκείμενα στις ίδιες συνθήκες, και ότι θα μένουν στο ίδιο επίπεδο: αυτή θα είναι η αντικειμενικότητα, την οποία θα αποκτά η βέβαιη γνώση και όχι η αντικειμενικότητα η οποία υποθέτει μιαν αλήθεια αναγνωρισμένη ως προϋπάρχουσα ή ως ήδη εκεί.

 Είναι μάταιο να αναρωτιόμαστε αν ο Ντεκάρτ έχει δίκαιο ή άδικο. Άραγε κάποιες υποκειμενικές και υπόρρητες προϋποθέσεις έχουν μεγαλύτερη αξία από τις ρητές και αντικειμενικές προϋποθέσεις; Κατά πόσο είναι απαραίτητο «να αρχίζεις» και, αν ναι, άραγε πρέπει να αρχίζεις από τη σκοπιά μιας υποκειμενικής βεβαιότητας; Μπορεί άραγε η σκέψη ως σκέψη να είναι το ρήμα ενός Εγώ; Δεν υπάρχει άμεση απάντηση. Οι καρτεσιανές έννοιες δεν μπορούν να εκτιμηθούν παρά μόνο σε συνάρτηση με τα προβλήματα στα οποία απάντουν και με το επίπεδο πάνω στο οποίο συμβαίνουν. Γενικά, αν οι προηγούμενες έννοιες κατάφεραν να προετοιμάσουν μιαν έννοια χωρίς ώστοσο και να την συγκροτήσουν, τούτο μάλλον οφείλεται στο ότι το πρόβλημά τους ήταν ακόμη εγκλώβισμενο μέσα σε άλλα προβλήματα και δεν διέθεται την απαραίτητη καμπυλότητα ή τις απαραίτητες κινήσεις. Κι αν μπορούν οι έννοιες να αντικατασταθούν από άλλες, αυτό συμβαίνει υπό τον όρο ότι έχουμε νέα προβλήματα και νέο επίπεδο, σε σχέση με τα οποία (για παράδειγμα) το «Εγώ» χάνει κάθε νόημα, η έναρξη κάθε αναγκαιότητα, οι προϋποθέσεις κάθε διαφορά - ή αποκτούν άλλες. Η έννοια έχει πάντοτε μιαν αλήθεια που της προσιδιάζει,σε συνάρτηση με τους όρους δημιουργίας της. Υπάρχει άραγε κάποιο επίπεδο καλύτερο από όλα τα άλλα, και προβλήματα που να επιβάλλονται στα υπόλοιπα; Το θέμα ακριβώς είναι ότι δεν μπορούμε να πούμε τίποτε επ' αυτού. Τα επίπεδα πρέπει να κατασκευάζονται, και τα προβλήματα να τίθενται, ακριβώς όπως και οι έννοιες πρέπει να δημιουργούνται. Μπορεί ο φιλόσοφος να ενεργεί προς το καλύτερο, όμως έχει πολλά να κάνει για να μάθει κατά πόσον αυτό είναι το καλύτερο ή να ενδιαφερθεί καν για αυτό το ζήτημα. Ασφαλώς και πρέπει οι νέες έννοιες να συσχετίζονται με προβλήματα που είναι τα δικά μας, με την δική μας ιστορία, και ειδικά με το δικό μας γίγνεσθαι. Τι σημαίνουν όμως οι έννοιες της εποχής μας ή οποιασδήποτε εποχής; Οι έννοιες δεν είναι αιώνιες, είναι όμως ως εκ τούτου πρόσκαιρες, εν χρόνω; Ποιά είναι η φιλοσοφική μορφή των προβλημάτων αυτού του καιρού, τούτου του χρόνου; Αν μια έννοια είναι «καλύτερη» από την προυγούμενη, τούτο μάλλον συμβαίνει επειδή αυτή μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε νέες μεταβολές και άγνωστες αντηχήσεις, επειδή επιτελεί ασυνήθιστες κατατμήσεις, προβάλει ένα Συμβάν που μας επισκοπεί. Κάτι τέτοιο όμως δεν έκανε και η προηγούμενη; Και αν σήμερα μπορεί κάποιος να παραμένει πλατωνικός, καρτεσιανός ή καντιανός, τούτο ωφείλεται στο ότι έχει το δικαίωμα να νομίζει πως οι δικές του έννοιες μπορούν να επανενεργοποιηθούν στα δικά μας προβλήματα και να εμπνεύσουν έννοιες που πρέπει να δημιουργηθούν. Και ποιός είναι τελικά ο καλύτερος τρόπος να ακολουθεί κανείς τους μεγάλους φιλόσοφους; Είναι, άραγε, να επαναλαμβάνει αυτά που είπαν, ή να κάνει ό,τι έκαναν εκείνοι, δηλαδή να δημιούργει τις έννοιες για προβλήματα, τα οποία κατ' ανάγκην αλλάζουν;

Για αυτόν τον λόγο ο φιλόσοφος ελάχιστα αρέσκεται να συζητά. Κάθε φιλόσοφος το σκάει όταν ακούει την φράση: θα συζητήσουμε λίγο.Μπορεί οι συζητήσεις να είναι καλές για τα στρογγυλά τραπέζια, αλλά ο φιλόσοφος πετά σε άλλο τραπέζι τα σημαδεμένα του ζάρια. Το λιγότερο που μπορείς να πεις για τις συζητήσεις είναι ότι δεν προάγουν τίποτε, εφ' όσον οι συνδιαλεγόμενοι δεν μιλούν ποτέ για το ίδιο πράγμα. Το ότι, λοιπόν, έχει κάποιος την τάδε γνώμη, και σκέφτεται περισσότερο το τάδε απ' ό,τι το δείνα,σε τι μπορεί, άραγε, αυτό να επηρεάσει την φιλοσοφία, εφ' όσον τα προβλήματα που διακυβεύονται δεν εκφράζονται; Ενώ όταν πάλι εκφράζονται, φαίνεται πως το θέμα δεν είναι να τα συζητήσουμε, αλλά να δημιουργήσουμε αδιαφιλονίκητες έννοιες για το πρόβλημα που θέσαμε. Η επικοινωνία έρχεται πάντοτε ή πολύ νωρίς ή πολύ αργά, ενώ η συνομιλία πάντοτε αργά, σε σχέση με την δημιουργία. Ορισμένες φορές τρέφουμε για την φιλοσοφία την ιδέα μιας αιώνιας συζήτησης ως «επικοινωνιακής ορθολογικότητας» ή ως «καθολικής δημοκρατικής συνομιλίας». Κάτι απόλυτα ανακριβές, αφού όταν ένας φιλόσοφος επικρίνει κάποιον άλλο, αυτό συμβαίνει επί τη βάσει προβλημάτων και πάνω σε ένα επίπεδο που δεν ήταν αυτά του άλλου και αυτά λιώνουν τις αρχαίες έννοιες με τον τρόπο που λιώνει κανείς ένα κανόνι για να φτιάξει νέα όπλα απ' αυτό. Δεν βρισκόμαστε ποτέ στο ίδιο επίπεδο. Να ασκείς κριτική σημαίνει απλώς να επιβεβαιώνεις πως, όταν μια έννοια βυθίζεται σε ένα νέο περιβάλλον, χάνεται, χάνει τις συνιστώσες της ή αποκτά άλλες που την μεταμορφώνουν. Όσοι, όμως, επικρίνουν χωρίς να δημιουργούν, όσοι αρκούνται στο να προασπίζονται την απωλεσθείσα έννοια χώρις να ξέρουν πως να της προσφέρουν τις δυνάμεις για να επανέλθει στη ζωή, τούτοι 'δω αποτελούν την μάστιγα της φιλοσοφίας. Εμφορούνται από μνησικακία, όλοι αυτοί οι θιασώτες του διαλόγου και της επικοινωνίας, δεν μιλούν παρά για τον εαυτό τους, όταν στρέφουν κούφιες γενικότητες την μια ενάντια στην άλλη.

Μετάφραση: Σταματίνα Μανδηλαρά


*Οι υπογραμμίσεις σε bold, είναι του ιστολογίου.