Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Daniel Bensaid - Οντολογική Κριτική και Μεσσιανική Κριτική



Οντολογική κριτική και μεσσιανική κριτική

Η αστική τάξη αναρριχήθηκε στην εξουσία στο όνομα της Ιστορίας. Ελλείψει ηρωικών γενεαλογιών, έφερε για τίτλο νομιμότητας τη σατανική συνέργια του χρόνου και του χρήματος, Οι δουλειές της υπηρετούσαν την πρόοδο. Η πρόοδος ήταν δική της δουλειά. Από εδώ προκύπτει και η ευλαβική βεβαιότητά της ότι το καλύτερο είναι πάντα σίγουρο κι ότι το χειρότερο είναι μόνο η προβαλλόμενη σκιά αυτού του καλύτερου. Μόλις ο ιστορικός ορθός λόγος συμμάχησε με τον κρατικό ορθό λόγο αυτή η αισιοδοξία, αρχικά φορέας τόλμης και ανυπακοής, έγινε απολογητική.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

J. Martineau - Παρατηρήσεις για τις χρονικές σχέσεις στην προκαπιταλιστική κοινωνία



Παρατηρήσεις για τις χρονικές σχέσεις στην προκαπιταλιστική κοινωνία

Πηγή: Jonathan Martineau - Time, Capitalism and Alienation σ. 103-7
Μετάφραση: Μαχόμενος Υλισμός


Πριν προχωρήσουμε σε μία βαθύτερη εξέταση της διάδρασης μεταξύ καπιταλισμού και χρόνου στο επόμενο κεφάλαιο, μπορούν να γίνουν κάποιες συνθετικές παρατηρήσεις για τις προκαπιταλιστικές σχέσεις όσον αφορά τον κοινωνικό χρόνο. Για το ζήτημα της αλλοτρίωσης του χρόνου, υπήρχαν περιπτώσεις στις φεουδαρχικές κοινωνίες όπου ο χρόνος των εργασιακών πρακτικών έμοιαζε ως αλλοτριωμένος σ’ ένα βαθμό. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αξιωθεί πως η εργασία των μοναχών στα μοναστήρια, τα οποία σχημάτιζαν όχι μόνο θρησκευτικές κοινότητες, αλλά και εργασιακές μονάδες, αποτελούσε αλλοτριωμένο χρόνο. Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις κοινωνικού χρόνου που κυριαρχούσαν σε μια τέτοια διαδικασία σε εκείνη την περίπτωση ήταν ενός διαφορετικού τύπου. Αυτός που την ιδιοποιούνταν ήταν η κοινότητα, με τη μορφή των ίδιων των μοναστηριών, ή της εκκλησίας γενικά. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε πως οι εργασιακές πρακτικές των μοναχών ανήκαν στην “κοινότητα”, ενώ στους ίδιους τους δρώντες έμοιαζε να είναι χρόνος που διατίθεται για το θεό. Αλλά είναι σημαντικό εδώ να τονίσουμε πως ο χρόνος της εργασίας καθ’ αυτός δεν είναι αλλοτριωμένος σε αυτό το πλαίσιο. Ενώ η εργασία εκτελείται με μία χρονική σειρά που χαρακτηρίζεται από χρονική πειθαρχία, δεν υπάρχει συγχώνευση μεταξύ ιδιοποίησης και χρόνου: η μεταφορά πλεονάσματος από τους παραγωγούς σε αυτούς που το ιδιοποιούνται δε βασίζεται σε μετρήσεις του αφηρημένου χρόνου. Ως τέτοια, φαίνεται πως η χρονική κυριαρχία δε συνεπάγεται χρονική αλλοτρίωση σε αυτό το πλαίσιο. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τη νομική κωδικοποίηση του χρόνου των εργασιών από τις φεουδαρχικές αυλές στις υπαίθριες καλλιέργειες.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η μισθωτή εργασία στα ευρωπαϊκά αστικά παραγωγικά κέντρα. Αυτό που ο Le Goff αποκαλεί “νέο χρόνο” ήταν κυριαρχούμενος χρόνος, όπως φαίνεται από το γεγονός πως ο χρόνος ρυθμιζόταν με σκοπό να υπαχθεί στον τομέα των εμπορικών πρακτικών. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτες κοινωνικές χρήσεις των ρολογιών έγιναν υπό ένα εργασιακό πλαίσιο. Στην πραγματικότητα, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Thompson, η “πρόσληψη πραγματικών χεριών” στις παραγωγικές πρακτικές σηματοδοτεί ένα κρίσιμο άλμα στην ανάδυση της χρονικής αλλοτρίωσης των εργασιακών πρακτικών. Αλλά κρίσιμο στο προκαπιταλιστικό πλαίσιο είναι το ότι η ίδια η εργασιακή διαδικασία δεν είναι υπό τον έλεγχο των εργοδοτών και αυτών που την ιδιοποιούνται. Οι εργάτες και οι παραγωγοί παραμένουν κυρίαρχοι των συγκεκριμένων χρόνων των εργασιακών τους δραστηριοτήτων, χρόνων εργασίας της οποίας η υφή, ουσία και γνώση κληρονομήθηκαν από την παράδοση. Και ενώ η ωρολογιακή μέτρηση της διάρκειας της εργασίας συνεπάγεται μια ιδιαίτερα έντονη και σκληρή μορφή χρονικής κυριαρχίας, δεν υπάρχει συστηματική ή πλήρης χρονική αλλοτρίωση. Η μετριασμένη διάσταση αυτή βασίζεται στο γεγονός του ότι οι αφηρημένες ωρολογιακές μονάδες περικλείουν και κυριαρχούν επί της διάρκειας της εργασίας, όμως δεν αλλοτριώνουν τους συγκεκριμένους χρόνους της εργασιακής διαδικασίας — περισσότερα πάνω σ’ αυτό ακολουθούν παρακάτω.

Για να χρησιμοποιήσουμε της κατηγορίες του Le Goff άλλη μια φορά, ο εκκλησιαστικός και ο εμπορικός χρόνος εμφάνιζαν τότε χαρακτηριστικά χρονικής κυριαρχίας. Αλλά αυτοί οι τρόποι (modes) χρονικότητας είχαν την τάση να δομούν τον επίσημο χρόνο ως κάτι που δεν ανήκε ευθέως στους εργαζόμενους ή τους πιστούς, είτε ο χρόνος αντιλαμβανόταν και ασκούνταν σαν να ανήκε στο θεό, τους εργοδότες ή τη λογική των εμπορικών αγορών. Ωστόσο, αυτή η μορφή χρονικής κυριαρχίας δε διαπέρασε, ούτε αλλοτρίωσε την ουσία των συγκεκριμένων χρονικοτήτων που αφορούσαν τις παραγωγικές πρακτικές. Οπότε, στις φεουδαρχικές κοινωνίες βλέπουμε πως οι άνθρωποι υποβάλλονταν σε χρονική κυριαρχία, αλλά είναι δύσκολο να γίνει λόγος για πραγματική, πλήρως ανεπτυγμένη χρονική αλλοτρίωση ως θεμελιώδη λειτουργία αυτών των κοινωνιών. Η έρευνα πάνω στις λαϊκές πολιτιστικές μορφές της χρονικότητας και στο χρόνο του μεγαλύτερου μέρους των ευρωπαϊκών φεουδαρχικών εργασιακών πρακτικών έδειξε πως ο [ελεύθερος] χρόνος του λαού και ο χρόνος εργασίας στους αγρούς δεν ήταν αλλοτριωμένοι.

Ίσως είναι δελεαστικό να επιχειρηματολογήσουμε πως ο χρόνος των εργασιακών πρακτικών ήταν αλλοτριωμένος στις φεουδαρχικές σχέσεις του κοινωνικού χρόνου καθώς η εργασία ήταν αλλοτριωμένη, αλλά αυτό θα σήμαινε πως θα οδηγούμασταν σε μια λανθασμένη παράκαμψη. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αξιωθεί πως ο χρόνος που “δαπανιόταν” για εργασία για το φεουδάρχη ήταν αλλοτριωμένος χρόνος. Από αυτή τη σκοπιά, ο χρόνος που αφιερωνόταν για την παραγωγή του πλεονάσματος προς ιδιοποίηση, ή πρακτικές όπως αυτή του συστήματος των corvées [μορφή απλήρωτης εργασίας, ΣτΜ], μπορούν να ειδωθούν ως παραδείγματα αλλοτριωμένου χρόνου στις σχέσεις του φεουδαρχικού κοινωνικού χρόνου. Ωστόσο, αυτό θα σήμαινε την προβολή των οργάνων μέτρησης της βιομηχανικής καπιταλιστικής εργασίας στη φεουδαρχική κοινωνική εργασία. Πράγματι, η “εργασία” και ο “χρόνος” δεν είναι συγχωνευμένα στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες με τον ίδιο τρόπο που είναι στον καπιταλισμό. Ο “χρόνος” με τον οποίο θα μετρούσαμε τη φεουδαρχική εργασία είναι μάλλον μια μορφή αλλοτριωμένου χρόνου που ανήκει στις καπιταλιστικές κοινωνικές-ιδιοκτησιακές σχέσεις. Η καπιταλιστική αξία, με τον αντίστοιχο χρόνο εργασίας ως δομική μονάδα, δεν επικρατούσε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Συνεπώς, θα ήταν χρονοκεντρικό να θεωρήσουμε τις σχέσεις φεουδαρχικού κοινωνικού χρόνου υπό το πρίσμα των αντίστοιχων κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό.

Φαίνεται επομένως, πως ο χρόνος των χωρικών και των λαϊκών μαζών, ο “διαδικαστικός συγκεκριμένος χρόνος”, δεν ήταν αλλοτριωμένος χρόνος. Παρόλο που δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η εργασία ήταν αλλοτριωμένη, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι ο χρόνος των εργασιακών πρακτικών ήταν κι αυτός αλλοτριωμένος. Αφενός, οι προκαπιταλιστικές εργασιακές πρακτικές δεν ήταν κενές από πλευράς κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αυτού που σήμερα αποκαλείται “ελεύθερος χρόνος”, με συγκεκριμένα περιεχόμενα κοινοτικών, οικογενειακών και φιλικών αλληλεπιδράσεων και δραστηριοτήτων που περιλάμβαναν ύπνο, ξεκούραση, κατανάλωση ποτών, διήγηση ιστοριών κλπ.. Αφετέρου, και σχετικό μ’ αυτό, η ίδια η εργασιακή διαδικασία δεν ελεγχόταν από αυτούς που την ιδιοποιούνταν. Έχοντας πρόσβαση στα μέσα παραγωγής, οι χωρικοί της μεσαιωνικής Ευρώπης δεν ήταν υπό εκμετάλλευση από καθαρά “οικονομικά” μέσα, αλλά μάλλον από ένα μηχανισμό στρατιωτικών, πολιτικών, νομικών και θρησκευτικών μέσων. Με άλλα λόγια, η ιδιοποίηση συνέβαινε μετά το γεγονός, μετά από την ίδια την παραγωγή του πλεονάσματος. Η στιγμή της ιδιοποίησης δεν αντιστοιχούσε στη στιγμή της παραγωγής, η ιδιοποίηση δεν ήταν “οικονομική” όπως θα γινόταν στον καπιταλισμό. Η ίδια η παραγωγική διαδικασία, και ο χρόνος των εργασιακών πρακτικών παρέμειναν, σε σημαντικό βαθμό, υπόθεση του χωρικού ή του μάστορα. [1] Η εργασιακή διαδικασία βασιζόταν σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο καθηκόντων και σε κοινωνικά διαμεσολαβημένες διαδικασίες της φύσης, όπως εκφράζεται, για παράδειγμα, στις πολιτιστικές μορφές του γκροτέσκου ρεαλισμού. Αυτό δε σημαίνει πως η εργασία η ίδια δεν ήταν αλλοτριωμένη: πράγματι ήταν. Αλλά η εργασία και ο αλλοτριωμένος χρόνος δεν ήταν συγχωνευμένοι, όπως θα συνέβαινε στον καπιταλισμό.

Ένας καλός τρόπο για να διευκρινίσουμε τη διαφορά μεταξύ φεουδαρχικού και καπιταλιστικού χρόνου είναι να εξετάσουμε το χρόνο της μεταβατικής φάσης: τον αγροτικό καπιταλισμό. Ο αγροτικός καπιταλισμός, ως μεταβατική φάση μεταξύ φεουδαρχίας και καπιταλισμού, δεν ανταποκρινόταν στα ίδια κριτήρια χρονικότητας όπως ο βιομηχανικός καπιταλισμός, μία πλήρως ανεπτυγμένη μορφή του καπιταλισμού. [2] Η χρονικότητα του αγροτικού καπιταλισμού, απ’ όσα μας επιτρέπουν τα ιστορικά αρχεία να εικάσουμε, λειτουργούσε με έναν τρόπο που ήταν ακόμη πολύ πιο κοντά στο διαδικαστικό συγκεκριμένο χρόνο.[3] Η κύρια διαφορά που εισήγαγε ο αγροτικός καπιταλισμός ήταν η “απελευθέρωση” του εργάτη από τα μέσα παραγωγής του/της, αναγκάζοντάς τον/την να πουλήσει την εργατική του/της δύναμη στην αγορά εργασίας, και το γεγονός του ότι οι ενοικιαστές αγρότες με αυξανόμενους ρυθμούς πήραν τον έλεγχο της παραγωγής. Τέτοιες διαδικασίες αναδύθηκαν στον αγροτικό καπιταλισμό, και αργότερα θα γίνονταν κύριο τρόπο μέσω των οποίων η κοινωνική εργασία θα δομούνταν κάτω από το βιομηχανικό καπιταλισμό. Η αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις θα άνοιγε το δρόμο για αυξανόμενα άμεσο έλεγχο πάνω στην εργασιακή διαδικασία από την τάξη αυτών που την ιδιοποιούνται, ο οποίος έλεγχος θα κορυφωνόταν στο βιομηχανικό καπιταλισμό για να μην αναφέρουμε τις καπιταλιστικές μορφές ελέγχου της εργασιακής διαδικασίας όπως ο φορντισμός και ο ταιηλορισμός. Η αλλοτρίωση και η πραγμοποίηση των χρονικοτήτων θα ξετυλίγονταν με την εκβιομηχάνιση, ως καπιταλιστική αξία, ο εκμηχανισμός, ο τεχνικός καταμερισμό της εργασίας, η διεύθυνση και πειθάρχηση της εργασίας από τους εργοδότες, και η παραγωγή υπεραξίας θα γίνονταν οι κινητήριες δυνάμεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Για να κάνουμε τη υπόθεση ξεκάθαρη: ενώ ο αγροτικός καπιταλισμός είναι η μεταβατική φάση ανάμεσα στις φεουδαρχικές και καπιταλιστικές σχέσεις, η εξάπλωση του ωρολογιακού χρόνου στη μεσαιωνική και την πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη, και πιο συγκεκριμένα στην Αγγλία, είναι η μεταβατική φάση που θα οδηγήσει στη συγχώνευση της αλλοτριωμένης εργασίας και του αφηρημένου χρόνου∙ είναι η μεταβατική φάση στην μπαίνουν οι βάσεις της χρονικής υποδομής του αλλοτριωμένου καπιταλιστικού χρόνου. Η καπιταλιστική αξία καταλαμβάνει την υποδομή του ωρολογιακού χρόνου όταν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις γίνονται κυρίαρχες.





[1] Hilton1985b, Rifkin 1987 σ.104-5

[2] Αν και θα πρέπει να επισημάνουμε, πως στην ιδεολογία της “βελτίωσης”, η οποία είναι κοινωνικό προϊόν του αγροτικού πληθυσμού, ότι η ιδέα της “παραγωγικότητας”, της αύξησης της απόδοσης σε λιγότερο χρόνο και χώρο, είναι ήδη σε λειτουργία, προεικονίζοντας την ιδεολογία της αύξησης της “παραγωγικότητας” της εργασίας, η οποία συνδέεται με τη χρονική αλλοτρίωση στον καπιταλισμό.

[3] Αυτό δεν αποσκοπεί να αναπαράγει τη διάκριση μεταξύ μιας “αρχαϊκής” σχέσης με το χρόνο στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, ο οποίος θα ήταν πιο “φυσικός” σε σχέση με το σύγχρονο ή καπιταλιστικό χρόνο. Η σχέση κάποιων “αρχαϊκών πολιτισμών” με το χρόνο ήταν, σε πολλά επίπεδα, πλουσιότερη, πιο σύνθετη και εκλεπτυσμένη από αυτή στον καπιταλισμό. Η σχέση με τη φύση είναι πάντα κοινωνικά διαμεσολαβημένη, και μια ρύθμιση με βάση τις εποχές δε σημαίνει μια λιγότερο προηγμένη σχέση με το χρόνο σε σύγκριση με την καταστολή της εποχιακής χρονικότητας μέσω πρακτικών όπως η θέρμανση, ο κλιματισμός, η γενετική τροποποίηση των φυτών κ.α. “Πιο κοντά στον διαδικαστικό συγκεκριμένο χρόνο” εδώ απλώς σημαίνει πως οι εποχιακοί κύκλοι είναι κοινωνικά σχετική στις εργασιακές πρακτικές, και όχι πως η σχέση με το χρόνο στο αγροτικό καπιταλιστικό κοινωνικό πλαίσιο ήταν λιγότερη εξελιγμένη, “ουσιαστική” ή “ορθολογική”. Οι σχετικές με τη γεωργία, χρονικές πρακτικές δεν είναι “φυσικές”∙ η “γεωργία” όπως τη γνωρίζουμε είναι το αποτέλεσμα χιλιάδων ετών πρακτικών εξημέρωσης, εκτροφής και συνεχών και ασυνεχών εξελίξεων στις αγροτικές πρακτικές που είναι ενσωματωμένες στις κοινωνικές σχέσεις.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Συμβάντα - Σημεία για τη Νιτσεϊκή «Θέληση για Δύναμη»





Συμβάντα - Σημεία για τη Νιτσεϊκή «Θέληση για Δύναμη»
 

1. Η φιλοσοφία είναι το παιδί της Θέλησης για Δύναμη.
2. Η Θέληση για Δύναμη θέτει τη γνώση στην υπηρεσία της μέσω της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
3. Η Θέληση για Δύναμη είναι η βιογραφία της μεταφυσικής, η ακραία εκδοχη του ανθρωπισμού.
4. Μόνο το μη-Είναι, το μηδέν, το κενό, δημιουργεί θέληση για δύναμη που να εκφράζει το Πραγματικό, και έτσι προηγείται και καθορίζει την θέληση για δύναμη καθολικά. Η Θέληση για Δύναμη του Είναι περιορίζεται στην επικράτεια της παρουσίας και για αυτό είναι δύναμη που δεν συναντιέται με την γνώση.
5. Το ανθρώπινο, για το λόγο αυτό ακόμα και όταν αναζητά την υπέρβαση του(υπεράνθρωπος) μέσω της Θέλησης για Δύναμη-εντός του Είναι,ταυτίζεται σε τελευταία ανάλυση με το Εγώ.
6. Το μηδέν μόνο μπορεί να γεννήσει θέληση για δύναμη, γιατί υπάρχει εκτός του Είναι, ώστε να παραμείνει στην κατάσταση του μη-Είναι και να στηρίξει το Πραγματικό.
7. Άρα το μηδέν είναι ο τόπος γέννησης και άσκησης της δύναμης, επειδή το μηδέν είναι αυτό-καθεαυτό η θέληση για την αδυνατότητα.
8. Τι είδους ''Θέληση για Δύναμη΄΄ είναι τότε, αυτή που γεννά το Είναι εφόσον δεν εμπεριέχει καμία τάση προς την αδυνατότητα;
9. Μόνο πέρα απο την εξουσία, την ηθική,την φιλοσοφία και την επιστήμη, μπορεί να υπάρξει δύναμη, δηλαδή στο Πραγματικό.

10. Η έξοδος από το ανθρώπινο, δηλαδή απο το Εγώ-Κόσμος δεν είναι ούτε ήταν ποτέ ΄΄πρόγραμμα΄΄ της φιλοσοφίας αλλά μόνο της πράξης και της θεωρίας ως θέληση για δύναμη ενάντια στη φιλοσοφία και υπέρ του Πραγματικού.
11. Όσο και αν η Νιτσεική ΄΄Θέληση για Δύναμη΄΄ όριζε μια θέση μάχης απέναντι στο ανθρώπινο, ακριβώς επειδή δεν εισήλθε στην υπηρεσία του Πραγματικού, του Ενός, παρέμεινε όργανο του Εγώ-Κόσμος( και γι αυτό κατακρεουργήθηκε τόσο εύκολα απο το Ναζισμό).
12. Ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε τις τραγικές συνέπειες της Θέλησης για Δύναμη ως Ιδέας του Είναι. Η μοίρα μιας οριστικής απελευθέρωσης απο αυτό τον πολιτισμό θα κριθεί απο το αν θα επικρατήσει η θέληση για δύναμη ως Ιδέα του Πραγματικου.
13. Ο Νίτσε πέρα απο το Εγώ-Κόσμος, πέρα απο τα σύνορα του Εμπειρισμού, κρατώντας τις θέσεις και τους δείκτες του μηδενισμού του, είναι ο μόνος Νίτσε που μπορεί να υπάρξει σαν θεωρητικό όργανο του μη-Είναι, του Πραγματικού, του Ενός.