Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Γιώργος Σταμάτης - Τεχνολογική εξέλιξη και τάση του ποσοστού κέρδους στον Marx (1ο μέρος)

Ακόμη και σ' αυτούς, που δεν έχουν ασχοληθεί με την οικονομική θεωρία του Marx, είναι γνωστός ο μαρξικός νόμος της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους. Γνωρίζουν γενικά, ότι κατά τον Marx, με αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και -παρά το ταυτόχρονα αυξανόμενο ποσοστό υπεραξίας- μειούται το ποσοστό κέρδους. Επίσης γνωρίζουν, ότι το νόμο αυτόν ο Marx τον αναπτύσσει στον IIIο τόμο του Κεφαλαίου.

Αντιθέτως, λιγότερο γνωστό -ακόμη και σ' αυτούς που ασχολούνται συστηματικά με την οικονομική θεωρία του Marx- είναι, ότι το νόμο της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους τον αναπτύσσει ο Marx ως συνέπεια της -όπως την ονομάζει ο ίδιος- ειδικά καπιταλιστικής μορφής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή της ειδικά καπιταλιστικής μορφής της τεχνολογικής εξέλιξης.

Η σχέση αυτή μεταξύ της μαρξικής θεωρίας για τη μορφή της τεχνολογικής εξέλιξης στον καπιταλισμό και του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους αγνοείται για τον εξής απλό λόγο: Διότι όλοι οι μελετητές νομίζουν, ότι ο Marx αναπτύσσει αυτόν τον νόμο στα κεφάλαια 13-15 του IIIου τόμου του Κεφαλαίου (όπου δεν γίνεται πλέον λόγος για την ειδικά καπιταλιστική μορφή της τεχνολογικής εξέλιξης).

Στην πραγματικότητα όμως το πράγμα έχει διαφορετικά. Στα κεφάλαια 13-15 του IIIου τόμου του Κεφαλαίου ο Marx εκθέτει απλώς το νόμο της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους, ως αποτέλεσμα παραγόντων, τους οποίους έχει αναπτύξει ήδη στον Iο τόμο του Κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα δηλαδή ο Marx αναπτύσσει το νόμο στον Iο τόμο, τον παρουσιάζει όμως -για λόγους που αναφέρονται στη μέθοδο παρουσίασης του επιστημονικού του αντικειμένου και συγκεκριμένα επείδη στη βαθμίδα παρουσίασης του Iου τόμου δεν είναι δυνατον να γίνει λόγος για κέρδος ως παράγωγο του κεφαλαίου και συνεπώς για ποσοστό κέρδους- στον IIIο τόμο του Κεφαλαίου.

Ο Marx αναπτύσσει το νόμο στον Iο τόμο ως συνέπεια της χρησιμοποίησης ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής και της από τη χρησιμοποίηση αυτών των μεθόδων προκύπτουσας ειδικά καπιταλιστικής μορφής αύξησης της παραγωγικότητας.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Ποιό είναι το αντικείμενο του Iου τόμου του Κεφαλαίου; Είναι η ουσία της κεφαλαιακης σχέσης. Στον Iο τόμο ο Marx εκθέτει την ουσία της σχέσης μεταξύ εργατών και καπιταλιστών αντιπαρερχόμενος τις αναγκαίες και αναγκαία στρεβλές μορφές, στις οποίες υπάρχει αυτή η σχέση.

Ο Marx παντού, όπου εκθέτει την ουσία μιας κοινωνικής σχέσης, ξεκινά πάντα από την άμεσα αντιληπτή μορφή της. Ξεκινόντας από την άμεσα αντιληπτή μορφή της εν λόγο σχέση ως το άμεσα δεδομένο και συγκεκριμένο αναπαράγει στη συνέχεια, αφού προηγουμένος καταδείξει το περιεχόμενό της, τη μορφή αυτή ως το δια της οδού της νόησης αναπαραχθέν συγκεκριμένο: ως την αναγκαία και την αναγκαία στρεβλή μορφή του διαφορετικού απ' αυτή την ίδια περιεχομένου της.

Έτσι και εδώ: Ξεκινά από την άμεσα δεδομένη, συγκεκριμένη μορφή του κεφαλαίου ως χρηματικού κεφαλαίου. Στη μορφη του αυτή το κεφάλαιο υπάρχει ως το χρήμα, που ρίχνει στην κυκλοφορία ο καπιταλιστής για να πάρει απ' αυτήν περισσότερο χρήμα. Για να μπορέσει ο Marx να μιλήσει για τη χρηματική μορφή του κεφαλαίου, είναι αναγκασμένος να μιλήσει πρώτα για το χρήμα. Το χρήμα όμως είναι μορφή της αφηρημένης εργασίας, δηλαδή η μορφή της ουσίας των αξιών των εμπορευμάτων. Έτσι λοιπόν ο Marx είναι αναγκασμένος , πριν ξεκινήσει από την άμεσα δεδομένη μορφή του κεφαλαίου, δηλ. από το χρηματικό κεφάλαιο, να αναπτύξει το χρήμα ως τη μορφή της αφηρημένης εργασίας. Γι' αυτό και ο τόμος I του Κεφαλαίου αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος, δηλ. της ανταλλακτικής αξίας, και της εξέλιξης της μορφής του μέχρι τη χρηματική του μορφή.

Η θεώρηση της χρηματικής μορφής του κεφαλαίου θέτει, επειδή ακριβώς η μορφή αυτή εκφράζει στρεβλά την κεφαλαιακή σχέση, ένα αίνιγμα. Το εξής: Πως γίνεται, καίτοι η ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ανταλλαγή ισοδυνάμων , ο καπιταλιστής να παίρνει από την κυκλοφορία περισσότερα απ' αυτά που έριξε σ' αυτή, να αποκομίζει δηλ. κέρδος;

Για να εξηγήσει ο Marx αυτό το παράδοξο και έτσι και τη χρηματική μορφή του κεφαλαίου ως στρεβλή αλλά αναγκαία μορφή ύπαρξης της κεφαλαιακής σχέσης, προστρέχει στην ουσία αυτής της σχέσης, δηλ. στη σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη στην άμεση διαδικασία παραγωγής και ερμηνεύει το κέρδος ως τη μορφή της υπεραξίας.

Η υπεραξία δημιουργείται κατά τον Marx στην άμεση διαδικασία παραγωγής ως η διαφορά μεταξύ αυτού, το οποίο αποφέρει στον καπιταλιστή η δι' ίδιον λογαριασμόν χρήση της εργασιακής δύναμης του εργάτη, και αυτού, το οποίο κοστίζει στον καπιταλιστή η αγορά της εν λόγω εργασιακής δύναμης, δημιουργείται δηλ. ως η διαφορά μεταξύ την νέας αξίας , που δημιουργει για τον καπιταλιστή η χρήση της εργασιακής δύναμης, και της αξίας της χρησιμοποιηθείσας εργασιακής δύναμης, που πλήρωσε ο καπιταλιστής για την αγορά της. Τα παραπάνω αναπτύσσει ο Marx στα πλαίσια της ανάλυσης της άμεσης διαδικασίας παραγωγής.

Από την ανάλυση αυτή, μας ενδιαφέρει εδώ ιδιαιτέρως το μέρος εκείνο (κεφαλαία 10 κ.ε. του τόμου I του Κεφαλαίου), στο οποίο ο Marx αναπτύσει τις τεχνολογικές προϋποθέσεις του καπιταλιστικο'υ τρόπου παραγωγής, δηλ. τις μεθόδους ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, τις τεχνικές παραγωγής του κεφαλαίου. Τις μεθόδους αυτές ονομάζει ο Marx ειδικά καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής και τον τρόπο παραγωγής, ο οποίος από τεχνική άποψη βασίζεται σ' αυτές τις μεθόδους, ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Ο Marx αρχίζει την ανάπτυξή του με την παρουσίαση των μεθόδων παραγωγής της μανουφακτούρας. Η μανουφακτούρα διαφέρει από τη συντεχνιακή, χειροτεχνική παραγωγή μόνον ποσοτικά: κάθε μάστορας χρησιμοποιεί τώρα πλέον περισσότερους εργάτες (τεχνίτες και μαθητευόμενους), τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία παραμένουν ωστόσο τα ίδια. Τόσο η συντεχνιακή χειροτεχνική παραγωγή, όσο και η παραγωγή της μανουφακτούρας διαφέρουν ποιοτικάαπό την παραγωγή του Verlagsystem, δηλ. του συστήματος των μεταπρατών (Middlemen)[1].

Τα κυριότερα αποτελέσματα της μανουφακτούρας σε σχέση με τη συντεχνιακή χειροτεχνική παραγωγή είναι τα εξής: 
  1.  Απάλειψη των διαφορών μεταξύ των ατομικών εργασιών.
  2.  Οικονομία στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου.
  3.  Ανάπτυξη της «συνεργασίας» (Cooperation), δηλ. του ενδοεργαστηριακού καταμερισμού της εργασίας και
  4.  Άυξηση της παραγωγικότητας.
Η συνεργασία, που αναπτύσσεται με τη μανουφακτούρα, συνιστά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε αντιδιαστολή προς προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, όπως αυτός των συντεχνιακών μαστόρων, ή προς εμβρυακά καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, όπως αυτοί των μικρών μη συντεχνιακών μαστόρων και των μεμονωμένων ατομικών παραγωγών, που εξαρτώνται από τον μεταπράτη (Verleger, Middleman). Είναι η πρώτη σημαντική μεταβολή, που επέρχεται στη διαδικασία εργασίας κατά την υπαγωγή της στο κεφάλαιο και αποτελεί την απαρχή της ουσιαστικής υπαγωγής της πρώτης στο τελευταίο.

Η προϋπόθεση της συνεργασίας, δηλ. η συγκέντρωση περισσότερων εργατών σ' ένα χώρο (εργαστήρι)υπό τη διεύθυνση ενός καπιταλιστή, αποτελεί την αφετηρία αυτού που ο Marx ονομάζει ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Από την άλλη μεριά η συνεργασία έχει ως συνέπειες τη διαμόρφωση ιεραρχικών σχέσεων μεταξύ των εργατών και τη διαφοροποίηση των μισθών.

Στη μανουφακτούρα η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από το είδος των χρησιμοποιούμενων εργαλείων και από τον τρόπο οργάνωσης της διαδικασίας εργασίας. Περισσότερο όμως από τον τρόπο οργάνωσης της διαδικασίας εργασίας: Η χαρακτηριστική μηχανή της μανουφακτούρας, γράφει ο Marx, είναι ο από πολλούς ατομικούς εργάτες συντεθειμένος εργάτης, δηλ. η συνεργασία. Μέσα αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στη μανουφακτούρα είναι λοιπόν η οργάνωση του ενδοεργαστηριακού καταμερισμού εργασίας και, σε μικρότερο βαθμό, η διαφοροποίηση και η προσαρμογή των εργαλείων στις λειτουργίες που έχει να επιτελεσεί ο επιμέρους εργάτης.

Αφετηρία της επανάστασης στον τρόπο παραγωγής, που επέφερε η μανουφακτούρα είναι η εργασιακή δύναμη και η οργάνωση του ξοδέματός της. Αφετηρία της επανάστασης που επέφερε στον τρόπο παραγωγής η «μεγάλη βιομηχανία» με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση αυτού που ο Marx ονομάζει ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι τα μέσα παραγωγής. Το χαρακτηριστικό μέσο παραγωγής της μεγάλης βιομηχανίας είναι η μηχανή.

Ο Marx διακρίνει τρία είδη μηχανών: τις μηχανές ενέργειας, τις μηχανές μεταφοράς και μετατροπής της ενέργειας και τις εργαλειομηχανές ή εργομηχανές (Werkzeugmaschinen ή Arbeitsmaschinen)[2]. Η εργαλειομηχανή είναι αυτή που στη μεγάλη βιομηχανία επεξεργάζεται και μεταβάλλει το αντικείμενο της εργασίας, το οποίο στη μανουφακτούρα επεξεργαζόταν και μετέβαλλε ο εργάτης και τα εργαλεία του. Από την εργαλειομηχανή ξεκίνησε τον 18ο αιώνα η βιομηχανική επανάσταση, η οποία διαμόρφωσε τον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, έναν τρόπο παραγωγής, ο οποίος δεν βασίζεται απλώς και μόνο στη μισθωτή εργασία αλλά επίσης και στη χρησιμοποίηση μηχανών και σε έναν ορισμένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας στο εργαστήρι ή στο εργοστάσιο, ο οποίος, βασιζόμενος στη χρησιμοποίηση μηχανών και σε μια αντίστοιχη οργάνωση της εργασίας , συνεπάγεται την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.
  
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις μεταβολές στην οργάνωση της διαδικασίας εργασίας που επέφερε η εργαλειομηχανή. Αυτά που μας ενδιαφέρουν είναι τα εξής δύο: Πρώτον: Οι μέθοδοι παραγωγής της μεγάλης βιομηχανίας είναι κατά τον Marx, οι κατ' εξοχήν καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από τη χρήση αυτών των μεθόδων. Γι' αυτό και ο Marx -για να τον διακρίνει από τις προηγούμενες εμβρυακές μορφές του, δηλ. από τον τρόπο παραγωγής των μικρών μαστόρων, των εξαρτώμενων από τον μεταπράτη ατομικών παραγωγών και της μανουφακτούρας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την έλλειψη ουσιαστικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο ή και από την απουσία μηχανών- τον ονομάζει ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αξιοπρόσεκτο είναι εδώ το «τεχνικο» στοιχείο ως προσδιορισμός του τρόπου παραγωγής και ειδικότερα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κατά τον Marx. Δεύτερον: Η σχέση μεταξύ της χρησιμοποίησης των ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής και του βαθμού αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλ. του ποσοστού κέρδους. Στη συνέχεια θα πραγματευτούμε διεξοδικότερα το δεύτερο από τα δύο αυτά σημεία.

*Γιώργος Σταμάτης, καθηγητής Οικονομικής θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου και δίδαξε στο διάστημα 1979-2008.

**Οι υπογραμμίσεις σε bold, είναι του ιστολογίου.

___________________________________

Σημειώσεις:

1. Καμία σχέση με τον καπιταλιστικό αυτό τρόπο παραγωγής, ο οποίος βασίζεται σε μια αποκλειστικά τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, δεν έχουν τα όσα θρυλεί ένα μέρος της σύγχρονης αριστερής ιστοριογραφίας περί σύγχρονου ελληνικού μεταπρατικού καπιταλισμού. Η μόνη σχέση μεταξύ των δύο είναι η εξής: τα περί σύγχρονου ελληνικού μεταπρατικού καπιταλισμού θρυλούμενα είναι μια αναχρονιστική και -ως αγνοούσα τόσο τις πηγές της όσο και τον ίδιο το χαρακτήρα της- άκριτη έκδοση της κατά των middlemen στρεφόμενης ιδεολογίας της μανουφακτούρας και της ανερχόμενης «μεγάλης βιομηχανίας» (που άνθισε στην Αγγλία γύρω στα 1830 με κύριο εκπρόσωπό της τον Thomas Ηodgsins) ως συνεπούς αριστερής ερμηνείας του χαρακτήρα του συγχρονού καπιταλισμού στη χώρα μας.

2. Ο όρος εργαλειομηχανή (Werkzeugmaschine) σημαίνει σήμερα τη μηχανή που παράγει άλλες μηχανές.

 

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Η Πρόκληση του Badiou


Η Πρόκληση του Badiou

Μετάφραση: Μαχόμενος Υλισμός

Η πρόκληση του Badiou, η δοκιμασία που θέτει ο Badiou σε κάθε είδος φιλοσοφίας, είναι πως οι κατηγορίες είναι τρεις. Όχι, περισσότερες από τρεις, αλλά όχι και λιγότερες από τρείς. Η πρόκληση του Badiou είναι πως υπάρχουν σώματα και γλώσσες, αλλά και αλήθειες.

Η πρόκληση διαπερνά το σύνολο του έργου του
Badiou. Μια ιδιαίτερα σαφής έκφραση αυτής υπάρχει στην αρχή του Οι Λογικές των Κόσμων, όπου ο Badiou διαχωρίζει ξεκάθαρα τους στοχαστές σε αυτούς των δύο κατηγοριών και αυτούς των τριών. Οι στοχαστές δυο κατηγοριών ισχυρίζονται πως υπάρχουν μόνο σώματα και κώδικες, μόνο δύο βασικές κατηγορίες ύπαρξης. Αυτά τα “σώματα και  γλώσσες” μπορεί να εμφανίζονται με οποιαδήποτε εναλλακτικά ονόματα. Μερικοί φιλόσοφοι μιλούν για αντικείμενα και σχέσεις, άλλοι για επέκταση και σκέψη. Κάποιοι ασχολούνται με την ύλη και το νου, ενώ άλλοι καταπιάνονται με πράγματα και πληροφορίες. Τα ονόματα δεν είναι τόσο σημαντικά όσο η δέσμευση που εμπεριέχουν, το ότι υπάρχουν μόνο δυο βασικά πράγματα στον κόσμο, μόνο πραγματικές οντότητες και οι γλώσσες μέσων των οποίων συσχετίζονται.

Ως στοχαστής τριών κατηγοριών, ο Badiou ισχυρίζεται πως υπάρχουν τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες, μια τριάδα διαστάσεων και όχι απλώς ένας δυϊσμός. Γι’αυτό υπάρχουν όχι μόνο σώματα και γλώσσες, αλλά και αλήθειες. Όχι απλά αντικείμενα και σχέσεις, όμως και αλλαγή. Όχι μόνο ύλη και νους αλλά και γίγνεσθαι. Όχι μόνο πράγματα και πληροφορίες αλλά και διαδικασία.

(Δεν είναι τυχαίο πως οι φιλόσοφοι έχουν πεδία για τα δύο πρώτα –οντολογία και επιστημολογία – αλλά κανένα καλό όνομα για το τρίτο. Πράξη; Επανάσταση; Αλλαγή παραδείγματος; Θεωρία του υποκειμένου; Οι φιλόσοφοι συχνά εντοπίζουν το τρίτο πράγμα εντός της οντολογίας ή της επιστημολογίας. Έτσι, δεν είναι ασυνήθιστο να πεις πως το είναι και το γίγνεσθαι είναι και τα δυο οντολογικά ερωτήματα. Ή πως η διαδικασία είναι μια μορφή σχέσης, και ως εκ τούτου ένα επιστημολογικό ερώτημα. Αλλά για μια αναγνωρισμένη επιστήμη για το συμβάν, o Badiou χρειάζεται να παλέψει.)

Χρησιμοποιώντας μια κάπως ακατάλληλη ορολογία, ο Badiou ονομάζει το πρώτο στρατόπεδο "δημοκρατικό υλισμό" και το δεύτερο "διαλεκτικό υλισμό". Αν και αργότερα, στη Λογική των Κόσμων χρησιμοποιεί την έννοια του atone ("άτονο" ή "μονότονο") και tendu ("τεταμένο" ή "έντονο") για να σημάνει κάτι παρόμοιο. Με κουνικούς όρους οι δύο τρόποι λειτουργίας θα ονομάζονταν "κανονική επιστήμη" και "επαναστατική επιστήμη". Ή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όρους όπως "αδρανής/αδρανοποιητικός" για τον πρώτο, και "μετασχηματιστικός" για το δεύτερο.

“Υπάρχουν μόνο σώματα και γλώσσες, εκτός από το ότι υπάρχουν αλήθειες”. Για να είμαι ξεκάθαρος, οι τρείς κατηγορίες δεν είναι ισότιμες, και η σύζευξη υποδηλώνει περισσότερο εξαίρεση παρά συνέχεια ή ομοιότητα. Το να πεις «είναι και συμβάν» στην πραγματικότητα σημαίνει «υπάρχει είναι αλλά υπάρχουν και συμβάντα» ή «τα συμβάντα είναι εξαιρέσεις του είναι». Και δοθέντος χρόνου, πολλά περισσότερα θα μπορούσαν να ειπωθούν για τη ρητορική της εξαίρεσης που υπάρχει σ’αυτό το τμήμα και σε όλο το βιβλίο. (σελίδες 4, 6, 32, 45, 360, κ.α. )

Συνοψίζοντας, η Πρόκληση του Badiou σημαίνει πως είσαι κοντόφθαλμος αν διακρίνεις μόνο δύο κατηγορίες. Αν αυτό που λες είναι "σώματα και γλώσσες" και τίποτα άλλο, έχεις αποτύχει. Κάθε πραγματική φιλοσοφία πρέπει να αποτελείται από σώματα και γλώσσες, αλλά και αλήθειες/συμβάντα. (Επακόλουθο: είσαι επίσης άστοχος αν ισχυριστείς πως υπάρχει μόνο μια κατηγορία: τα πάντα είναι αντικείμενο, τα πάντα είναι νους, τα πάντα είναι φτιαγμένα από τυρί κλπ. Έτσι, ενώ ένα άλλο μέρος του έργου του Badiou στηρίζεται στην υπόθεση πως τα πάντα είναι σύνολα, θέλει επίσης να αρνηθεί πως αυτό συνιστά οντολογικό μονισμό.)

Το τελευταίο πράγμα που θα επισημάνω έχει να κάνει με την έννοια. Είμαι ένθερμος αναγνώστης του Badiou και πιστεύω πως το έργο του είναι ατελείωτα συναρπαστικό και σημαντικό. Και για τον οποιοδήποτε ενδιαφέρεται για το πολιτικό, ο Badiou είναι σίγουρα ο σημαντικότερος στοχαστής που έχει υπάρξει εδώ και αρκετό καιρό – λέω πολιτικό, καθώς το ηθικό είναι μια ολότελα διαφορετική ερώτηση. Την ίδια στιγμή υπάρχουν μερικά θεμελιώδη ζητήματα που μου είναι δύσκολο να δεχτώ. Κύριο ανάμεσά τους είναι η χρήση των μαθηματικών και η αρέσκεια του για τον ιδεαλισμό, δυο χαρακτηριστικά που είναι στενά συνδεδεμένα. Συχνά σκέφτομαι πως η βασική εκτίμηση του Marx για τον Hegel ισχύει και για τον Badiou, δηλαδή το ότι ο Badiou στέκεται με το κεφάλι κάτω και χρειάζεται να τον ξαναστήσουμε στα πόδια του. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε μια πλήρως υλιστική ερμηνεία για τον Badiou σήμερα, όπως όταν ο Marx διατύπωσε μια πλήρως υλιστική ερμηνεία για τον Hegel στα μέσα του 19ου αιώνα. Μια τέτοια ερμηνεία του Badiou θα απομάκρυνε την έντονη τάση του για έναν ιδιαίτερα αφηρημένο μαθηματικό φορμαλισμό, ο οποίος κινείται στα όρια της μαθηματικής μαντικής, απομακρύνοντας μαζί και τον αυτοαποκαλούμενο “Πλατωνισμό του πολλαπλού” του Badiou, υπέρ ενός συμβαντικού υλισμού ριζωμένου στο πραγματικό.

Από την άλλη, θεωρώ πως είναι κάπως επιπόλαιο να απορρίψουμε τον Badiou βασιζόμενοι σε κατηγορίες περί ιδεαλισμού, σε μια μάταιη απόπειρα να αποβάλουμε από πάνω μας το ζήτημα. Ως εκ τούτου, το βρίσκω ιδιαίτερα χρήσιμο να εξετάσουμε τον ιδεαλισμό του Badiou από την σκοπιά της έννοιας. Ο ιδεαλισμός είναι, στη ρίζα του, η επιστήμη της υποκειμενικότητας. Και η επιστήμη της υποκειμενικότητας του Badiou περιστρέφεται γύρω από την έννοια. Αλλά τι είναι μια έννοια; Εδώ μπορούμε να αντιδιαστέλλουμε δύο πρόσφατους ορισμούς της έννοιας, ο πρώτος από τους Deleuze και Guattari και ο δεύτερος από τον Badiou.

Στο Τι Είναι Φιλοσοφία; οι Deleuze & Guattari έγραψαν πως η φιλοσοφία είναι παραγωγή εννοιών. Η φιλοσοφία δεν είναι στοχασμός, αντανάκλαση, ή επικοινωνία. Δεν είναι η “αγάπη της σοφίας”. Αντίθετα, η φιλοσοφία είναι η πράξη της διατύπωσης νέων εννοιών, όπου “έννοια” εδώ σημαίνει κάθε ενδιαφέρουσα δομή της σκέψης. Μια έννοια μπορεί να είναι “το σώμα δίχως όργανα”, ή μπορεί να είναι “η εικόνα-συναίσθημα”. Όχι απλά συνώνυμη της αφαίρεσης ή της γενικότητας ως τέτοια, η έννοια είναι μια πολλαπλότητα, ένα είδος συναρμογής (assemblage) ή ένας χώρος ανάμειξης όπου τα σώματα ρέουν και ανταλλάσουν. Με αυτή τη σημασία, η “δημοκρατία” μάλλον δε θα αποτελούσε έννοια για τους Deleuze & Guattari, οι οποίοι θα την έθεταν ως “συναρμογή σωμάτων και εξουσιών”.

Αν για τους Deleuze & Guattari η έννοια είναι εκκίνηση, για τον Badiou η έννοια αποτελεί συνθήκη. Γι’αυτόν η “έννοια” είναι ένας νόμος, μια υπόσχεση, ή μια ελπίδα. Οι έννοιες είναι τα πράγματα που εμμένουν, τα πράγματα στα οποία τα υποκείμενα δεσμεύονται. Και με τη δέσμευση τους στις έννοιες, τα υποκείμενα μεταβαίνουν σε πλήρη ύπαρξη. Αν η έννοια του Deleuze έχει να κάνει με τη δημιουργικότητα και την έκφραση, η έννοια του Badiou είναι θεμελιωδώς ένα ερώτημα νόμου, περιορισμού και πιστότητας.

Ναι, ο Badiou είναι “ιδεαλιστής”, αλλά μόνο με τον τρόπο που ο αγωνιστής είναι ιδεαλιστής. Και οι δύο χρησιμοποιούν έννοιες για να δεσμεύσουν τα υποκείμενα σε αλήθειες. Εδώ, “έννοια” σημαίνει λιγότερο “ιδέα” και περισσότερο “ιδανικό”, δηλαδή μια επιθυμητή κατάσταση. Ο αγωνιστής είναι ιδεαλιστής γιατί αυτός ή αυτή εμμένει σ’ένα ιδανικό – κλιματική δικαιοσύνη ή την εξάλειψη της φτώχειας – και καθυποτάσσει τη δράση του σ’αυτό. Η θεωρία του υποκειμένου του Badiou είναι ταυτοτική. Το υποκείμενο εμμένει σε ένα συμβάν και γίνεται υποκείμενο της αλήθειας. Επομένως, η έννοια είναι το κλειδί για την κατανόηση του ιδεαλισμού του Badiou.     

Ναι, αυτό σημαίνει πως ο
Badiou είναι ηθικολόγος στον ύψιστο βαθμό. Από την άλλη όμως, το πολιτικό και το ηθικό είναι κυριολεκτικά το ίδιο πράγμα.


Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Daniel Bensaid - Περατό και μη περατό παίγνιο




Πραγματευόμενος την έννοια της εκμετάλλευσης κι έπειτα από μια σχολιαστική απαρίθμηση των εμφανίσεων του όρου στα κείμενα, ο Γιόν Έλστερ συμπεραίνει:
Όλα αυτά τα χωρία μαζί αναφέρουν κάπου δεκαπέντε ομάδες που παρουσιάζονται ως τάξεις στους διάφορους τρόπους παραγωγής: γραφειοκράτης και θεοκράτης στον ασιατικό τρόπο παραγωγής· δούλος και πληβείος στο δουλοκτητικό σύστημα· βιομηχανικός καπιταλιστής, χρηματιστής, γαιοκτήμονας, αγρότης, μικροαστός και μισθωτός στον καπιταλισμό. Πρέπει συνεπώς να επεξεργαστούμε έναν ορισμό συμβατό και με αυτή την απαρίθμηση και με τους θεωρητικούς περιορισμούς που συναρτώνται με την έννοια τάξη. Ειδικότερα, πρέπει να ορίσουμε τις τάξεις κατά τρόπο που να μπορούν να είναι τουλάχιστον δυνάμει συλλογικοί δρώντες. Ομοίως, τα συμφέροντα τους ως συλλογικοί δρώντες πρέπει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να απορρέουν από την οικονομική τους κατάσταση. Πρόκειται για γενικούς περιορισμούς, που όμως επιτρέπουν τουλάχιστον να αποκλείσουμε ορισμένες προτάσεις. Οι ομάδες εισοδημάτων δεν είναι τάξεις, ούτε οι ομάδες που προσδιορίζονται με εθνικά, θρησκευτικά, ή γλωσσικά κριτήρια.1
 Θεωρεί ότι η σχέση ιδιοκτησίας (ή μη ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής), όπως και η σχέση εκμετάλλευσης, είναι πολύ χοντροκομμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό των τάξεων:
Αν θέλουμε να έχει η έννοια τάξη νόημα σε σχέση με την κοινωνική πάλη και τη συλλογική δράση, δεν πρέπει να την ορίσουμε με όρους εκμετάλλευσης, αφού κανένας δεν ξέρει ακριβώς πού να βάλει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
          Από την άλλη,
ο ορισμός των τάξεων με όρους καταπίεσης και υποδούλωσης παρέχει μεγάλη θέση  στις συμπεριφορές και ταυτόχρονα είναι ανεπαρκώς δομικός.


O Έλστερ προτείνει συνεπώς έναν γενικό ορισμό των τάξεων με όρους εφοδίων και συμπεριφορών: "Σε αυτά τα εφόδια περιλαμβάνονται τα υλικά αγαθά, τα άυλα χαρίσματα και τα πιο σταθερά μορφωτικά χαρακτηριστικά. Μεταξύ των συμπεριφορών πρέπει να αναφέρουμε το αν εργάζεται κάποιος ή δεν εργάζεται, αν δανείζει ή δανείζεται κεφάλαια, αν καλλιεργεί νοικιασμένη γη ή αν κατέχει γη και την παραχωρεί έναντι ενοικίου, αν δίνει ή αν παίρνει εντολές στο πλαίσιο της διαχείρισης νομικού προσώπου. Αυτές οι απαριθμήσεις φιλοδοξούν να είναι πλήρεις: μια τάξη είναι μια ομάδα ατόμων που, λόγων των εφοδίων που διαθέτουν, είναι υποχρεωμένα να επιδίδονται στις ίδιες δραστηριότητες, αν θέλουν να χρησιμοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα εν λόγω εφόδια. Πιστεύω ότι αυτός ο ορισμός είναι πέρα για πέρα ικανοποιητικός από εκτατική και και θεωρητική άποψη, αλλά λιγάκι ελλιπής από την άποψη της μεθοδολογίας. Η αποδοχή μεταβλητών αντικειμενικών ρόλων είναι αδυναμία, όπως και η αποδοχή μυ υλικών εφοδίων. Κι επιπλέον, βέβαια, ο ορισμός που επεξεργαστήκαμε έτσι μπορεί να αποδειχθεί τελικά λιγότερο χρήσιμος για την εξήγηση των κοινωνικών συγκρούσεων απ' ό,τι ήλπιζε ο Μάρξ".



Αυτός ο ορισμός των τάξεων υπακούει στον ορθολογικό κανόνα της βέλτιστης χρήσης των εφοδίων. Ο Έλστερ αναγνωρίζει ότι είναι συζητήσιμη η αναγωγή της πάλης των τάξεων σε ένα παιχνίδι όπου τα χαρτιά έχουν μοιραστεί στην αρχή της παρτίδας με βάση "άυλα εφόδια". Θα ήταν πιο συνετό να διευκρινιστεί η αναλογία: πρόκειται για περατό ή για μη περατό παιχνίδι; Ένα περατό παιχνίδι έχει μια συγκεκριμένη αρχή κι ένα συγκεκριμένο τέλος. Παίζεται με συμφωνημένους κανόνες εντός προσδιορισμένων χωρικών και χρονικών ορίων. Τελειώνει με μια αποφασιστική κίνηση που ούτε στέφεται με νίκη ή έπαθλο. Το μη περατό παιχνίδι, αντίθετα, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Δεν έχει ούτε χωρικά ούτε χρονικά όρια. Η κάθε παρτίδα του "ανοίγει έναν νέο χρονικό ορίζοντα". Οι κανόνες του μπορούν να μεταβάλλονται ενόσω παίζεται. Δεν τελειώνει με τη νίκη ή με την ήττα, αλλά αναζωπυρώνεται από το γεγονός - αέναη γέννηση και αιώνια επανέναρξη- που ανοίγει ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων. Η διαφορά είναι τεράστια.


Το περατό παιχνίδι μπορεί να χρησιμεύσει σαν πρότυπο στους λόγους περί τέλους της ιστορίας. Καταδικασμένο σε μια κατάληξη, επιτρέπει την ορθολογικοποίηση του παρελθόντος με βάση το παρόν, "να επανεξετάσουμε εκ των υστέρων το δρόμο που διανύθηκε ως τη νίκη". Δοξάζει έτσι το θρίαμβο του παρελθόντος επί του μέλλοντος. Η στρατηγική πρόβλεψη περιορίζεται τότε σε μια προκαταβολική εξήγηση που ακυρώνει κάθε μετέπειτα έρευνα. Το μη περατό παιχνίδι αποφεύγει αντιθέτως τη διάγνωση του αποτελέσματος και κρατάει το μέλλον ανοιχτό. Ο παίκτης του "αποδέχεται τη δυνατότητα" και συνεχίζει να παίζει με "την ελπίδα ότι θα εκπλαγεί". Σε κάθε έκπληξη το παρελθόν αποκαλύπτει μια νέα αρχή: "Στο βαθμό που το μέλλον είναι πάντα έκπληξη, το παρελθόν είναι πάντα αλλαγή". Δεν τίθεται πλέον ζήτημα να προπονείσαι επαναλαμβάνοντας μια γνωστή κίνηση για να τη μάθεις, αλλά να είσαι έτοιμος για την εφεύρεση που ξαναπαίζει στο μέλλον ένα ανολοκλήρωτο παρελθόν. Τείνοντας προς αυτόν τον άπιαστο ορίζοντα, ο παίκτης του απείρου δεν δαπανά χρόνο · δημιουργεί το χρόνο. Κάθε στιγμή είναι "αρχή ενός γεγονότος", ξεκίνημα προς το μέλλον, "που είναι το ίδιο φορτισμένο με μέλλον". Ενώ ο παίκτης του περατού αρκείται στην ανακεφαλαίωση μιας γνώσης σύμφωνα με την οποία οι ίδιες αιτίες παράγουν σίγουρα τα ίδια αποτελέσματα, ο παίκτης του απείρου επιδίδεται στην ιστόρηση που μας "καλεί να ξαναστοχαστούμε ό,τι νομίζαμε ότι γνωρίζαμε".

Η πάλη των τάξεων θα παρέπεμπε μάλλον στο μη περατό παιχνίδι: χωρίς αρχή, χωρίς όρια, χωρίς τέλος της παρτίδας. Και χωρίς διαιτητή για να σφυρίξει την έναρξη, να επιβλέπει για την τήρηρη των κανόνων και να στέφει τον νικητή. Η τελευταία λέξη δεν λέγεται ποτέ. Το παιχνίδι, όπως και το θέαμα, πρέπει να συνεχιστεί. Οι μνήμες φορτώνονται με την εμπειρία όλων των αποτυχημένων και επιτυχημένων κινήσεων των προηγούμενων παρτίδων. Μέχρι εξαντλήσεων, μέσα στην ομίχλη του ορίζοντα, όπου μια απίθανη μεσσιανική έκρηξη θα ξανάδινε το προσωρινό νόημα της πορείας που διανύθηκε.


"Πως να φυλάξουμε όλα τα περατά παιχνίδια μας μέσα σε ένα μη περατό παιχνίδι;"

Πως να αντισταθούμε στην αδιαφορία για το μηδαμινό κέρδος της παρτίδας και, ταυτόχρονα στη όχι λιγότερο μηδαμινή ψευδαίσθηση της νίκης; Πως να αγωνιστούμε, όχι για να επιβεβαιώσουμε το νόημα της ιστορίας, αλλά για ν'αλλάξουμε τις δυνατότητες ωθώντας ολοένα και μακρύτερα τα όρια του παιχνιδιού; Η απάντηση βρίσκεται πιθανώς στην πολιτική, που είναι η "τέχνη του εφικτού", όχι με την πεζή έννοια που της έδινε ο Μπίσμαρκ, αλλά με την έννοια της εγερτήριας στρατηγικής, ικανής να διακόψει την καταστροφική ακολουθία του μηχανικού χρόνου.

Όπως το μη περατό παιχνίδι, η πάλη των τάξεων δεν γνωρίζει παρά μόνο προσωρινές νίκες (και προσωρινούς συμβιβασμούς). Αλλά η σύγκριση έχει τα όρια της. Η θεωρία των παιγνίων έχει αρχή της ότι "κανένας δεν μπορεί να παίξει αν εξαναγκαστεί να παίξει" και ότι "όποιος είναι υποχρεωμένος να παίξει δεν μπορεί να παίξει". Ο Έλστερ αντιλαμβάνεται το πρόβλημα όταν ζητάει συγγνώμη που αποδέχτηκε "μεταβλητούς αντικειμενικούς ρόλους και άυλα εφόδια". Ατομικά μπορούμε πάντα να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε παιχνίδι, να αλλάξουμε δεδομένα, περνώντας από μια τάξη σε άλλη. Στις σύγχρονες κοινωνίες η κοινωνική κινητικότητα επιτρέπει αυτές τις μεταπηδήσεις και τις προαγωγές. Μέσα σε ορισμένα όρια, το άτομο μπορεί έτσι να έχει την αυταπάτη ότι επιλέγει την τάξη του, τα χαρτιά του και τη θέση του γύρω από τη τσόχα. Οι παραδειγματικές επιτυχίες συντηρούν το μύθο αυτής της ελευθερίας. Συλλογικά οι ρόλοι δεν παύουν να διανέμονται και να διαιωνίζονται σταθερά από την κοινωνική αναπαραγωγή.

Η πάλη δεν είναι παιχνίδι είναι σύγκρουση.

Ο καταπιεσμένος είναι καταδικασμένος να αντισταθεί, αν δε θέλει απλώς να συντριβεί. Η ζωτική ανάγκη να παλέψει απαγορεύει κάθε μοντέλο υπό τη μορφή παιγνίου. Χωρίς αρχή ή τέλος, αυτή η σύγκρουση είναι μια ανελέητη πάλη σώμα με σώμα, της οποίας οι κανόνες ποικίλουν ανάλογα με τη δύναμη.


Πηγή: Daniel Bensaid, Ο Μάρξ της Εποχής μας, σ. 165-8, Εκδόσεις Τόπος



1  Jon Elster, Karl Marx, une interprétation analytique, ό.π., σελ. 435. Ο Έλστερ εκτιμά ότι δεν είναι πλέον "δυνατό σήμερα, ηθικά ή πνευματικά, να είναι κάποιος μαρξιστής με την παραδοσιακή έννοια". Η κρίση παραείναι κάθετη για να μην κρύβει παγίδες. Αν εννοεί λέγοντας μαρξιστής "με την παραδοσιακή έννοια" τον τύπο πολιτικής και θεωρητικής στάσης του οποίου υπήρξαν φορείς τα κόμματα του "ορθόδοξου μαρξισμού", σοσιαλδημοκρατικά ή σταλινικά, θα συμφωνήσουμε χωρίς δυσκολία ότι δεν είναι πλέον δυνατό να είναι κάποιος, ηθικά ή πνευματικά, μαρξιστής κατ'αυτόν τον τρόπο. Αμφισβητούμε όμως την άποψη ότι αυτό χρονολογείται από σήμερα ή από χθες. Αυτό που ήταν εδώ και πολύ καιρό αδύνατο να έχει γίνει απλώς ανείπωτο. Η σημερινή εγκατάλειψη του παραδοσιακού μαρξισμού από τον Έλστερ παρουσιάζεται σαν ένας εναλλακτικός μαρξισμός, μη παραδοσιακός, σαν "αναλυτικός μαρξισμός". Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για κατεδάφιση, πλαγίως όχι λιγότερο συστηματικά της θεωρίας του Μαρξ

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Gilles Deleuze, Felix Guattari - Τι είναι έννοια; (αποσπάσματα, 1ο μέρος)


Δεν υπάρχει απλή έννοια. Κάθε έννοια έχει συνιστώσες και ορίζεται μέσω αυτών. Έχει επομένως ένα συνδυασμό. Είναι πολλαπλότητα - αν και δεν είναι κάθε πολλαπλότητα εννοιακή.

(...)Η έννοια είναι ένα όλον διότι ολοποιεί τις συνιστώσες της, πλην όμως όλον αποσπασματικό. 

(...)Κοντολογίς, λέμε ότι κάθε έννοια έχει πάντοτε μιαν ιστορία, παρά το γεγονός ότι αυτή η ιστορία είναι τεθλασμένη και περνά σε περίπτωση ανάγκης από άλλα προβλήματα και διαφορετικά επίπεδα. Σε μιαν έννοια υπάρχουν, πολύ συχνά, κομμάτια ή συνιστώσες που προέρχονται από έννοιες οι οποίες απαντούσαν σε άλλα προβλήματα και προϋπέθεταν άλλα επίπεδα.Πράγμα που είναι υποχρεωτικό, αφού κάθε έννοια επιτελεί μιαν νέα κατάτμιση, αποκτά νέα περιγράμματα και πρέπει να επανενεργοποιηθεί ή να επανασυνδεθεί.

Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, μια έννοια έχει ένα γίγνεσθαι το οποίο, εν προκειμένω, αφορά τη σχέση της με τις άλλες έννοιες, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Εδώ, οι έννοιες συναρμόζονται η μια με την άλλη, ξανακόβουν η μια την άλλη, συντονίζουν τα περιγράμματά τους, συνθέτουν τα αντίστοιχα προβλήματα, ανήκουν στην ίδια φιλοσοφία - έστω κι αν είναι διαφορετικές οι ιστορίες τους. Όντως, κάθε έννοια, εφ' όσον έχει πεπερασμένο αριθμό συνιστωσών, θα διακλαδωθεί σε άλλες έννοιες, που παρ' ότι έχουν διαφορετική σύνθεση αποτελούν άλλες περιοχές του ίδιου επιπέδου, οι οποίες με τη σειρά τους απαντούν σε ενδεχομένως συνδεόμενα προβλήματα, συμμετέχουν σε μιαν από κοινού δημιουργία. Μια έννοια δεν απαιτεί μόνον ένα πρόβλημα, βάσει του οποίου μετασχηματίζει ή αντικαθιστά τις προηγούμενες έννοιες, αλλά ένα σταυροδρόμι προβλημάτων, όπου συνδέεται με άλλες συνυπάρχουσες έννοιες.

(...)Κατά πρώτον λόγο, η εκάστοτε έννοια παραπέμπει σε άλλες έννοιες, όχι μόνο μέσα στην ιστορία της, αλλά και μέσα στο γίγνεσθαι ή τις παρούσες συνδέσεις της. Κάθε έννοια χωριστά έχει συνιστώσες, οι οποίες μπορούν με τη σειρά τους να εκληφθούν ως έννοιες. Οι έννοιες βαίνουν, επομένως, ως το άπειρο και άρα, δημιουργημένες καθώς είναι, δεν δημιουργούνται ποτέ εκ του μηδενός. Κατά δεύτερον λόγο, το ίδιον της έννοιας είναι να καθιστά τις συνιστώσες αχώριστες εντός της: διακριτές, ετερογενείς και όμως αχώριστες - αυτό είναι το καθεστώς των συνιστωσών ή εκείνο που ορίζει την συνέπεια της έννοιας, την ενδοσυνέπεια της. Πρόκειται για το ότι η εκάστοτε διακριτή συνιστώσα παρουσιάζει μιαν μερική επικάλυψη, μιαν ζώνη γειτονίας ή ένα κατώφλι αδιακριτότητας της από μιαν άλλη: για παράδειγμα, στην έννοια του Άλλου ο δυνατός κόσμος δεν υπάρχει πέρα από το πρόσωπο που τον εκφράζει, αν και διακρίνεται από αυτό, όπως διακρίνεται το εκφραζόμενο από την έκφραση· το δε πρόσωπο είναι με την σειρά του η εγγύτητα των λέξεων, των οποίων είναι ήδη ο τηλεβόας.Οι συνιστώσες παραμένουν διακριτές, αλλά υπάρχει κάτι που περνά από την μια στην αλλή, κάτι που παραμένει ανεπίκριτο μεταξύ αυτών των δυο: υπάρχει ένα πεδίο αβ που ανήκει τόσο στο α όσο και στο β, όπου το α και το β «γίνονται» μη διακριτά. Αυτές οι ζώνες, τα κατώφλια ή τα γίγνεσθαι, αυτός ο αχώριστος χαρακτήρας είναι που ορίζουν την εσωτερική συνέπεια της έννοιας. Όμως αυτή διαθέτει και μια εξωσυνέπεια, με άλλες έννοιες, αφού η αντίστοιχη δημιουργία εκείνων συνεπάγεται την κατασκευή μιας γέφυρας στο ίδιο επίπεδο. Οι ζώνες και οι γέφυρες είναι οι αρμοί της έννοιας.

Κατά τρίτο λόγο, η εκάστοτε έννοια μπορεί κατά συνέπεια να θεωρηθεί ως το σημείο σύμπτωσης, συμπύκνωσης ή συσσώρευσης των δικών της συνιστωσών. Το εννοιακό σημείο διατρέχει αδιάκοπα τις συνιστώσες, ανεβοκατεβαίνοντας μέσα σε αυτές. Υπ' αυτό το νόημα, κάθε συνιστώσα είναι ένα εντασιακό γνώρισμα, μια εντασιακή τεταγμένη, που δεν πρέπει να νοηθεί ούτε ως γενική ούτε ως καθ' έκαστον, αλλά απλώς ως ενικότητα - «ένας» δυνατός κόσμος, «ένα» πρόσωπο, «επί μέρους» λέξεις· αυτή η ενικότητα γίνεται καθ' έκαστον πράγμα ή γενικεύεται, ανάλογα με το αν της δίνουμε κάποιες μεταβλητές τιμές ή αν της ορίζουμε μιαν σταθερή συνάρτηση. Όμως, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις επιστήμες, στην έννοια δεν υπάρχει ούτε σταθερά ούτε μεταβλητή και δεν διακρίνουμε τα μεταβλητά είδη ως προς ένα σταθερό γένος, όχι περισσότερο απ' ότι διακρίνουμε ένα σταθερό είδος για κάποια μεταβλητά άτομα. Οι σχέσεις μέσα στην έννοια δεν είναι ούτε σχέσεις βάθους ούτε έκτασης αλλά μονάχα τάξης, οι συνιστώσες της έννοιας δεν είναι ούτε σταθερές ούτε μεταβλητές αλλά απλώς μόνο παραλλαγές - διατεταγμένες ανάλογα με τη γειτονία τους. Πρόκειτε για σχέσεις διαβάθμισης και μετατόνισης. Η έννοια ενός πτηνού δεν έγκειται στο γένος ή το είδος του αλλά στη σύνθεση των στάσεών του, των χρωμάτων και του κελαηδίσματός του: πρόκειται για κάτι δυσδιάκριτο, που είναι μάλλον συνειδησία παρά συναισθησία· η έννοια αποτελεί ετερογένεση, δηλαδή μια διάταξη των συνιστωσών της σε ζώνες γειτονίας. Είναι διατακτική, είναι μια ένταση παρούσα σε όλα τα γνωρίσματα που την αποτελούν. Διατρέχοντας μάλιστα συνεχώς όλες τις συνιστώσες, σύμφωνα με μια τάξη δίχως απόσταση, η έννοια είναι σε κατάσταση επισκόπησης[1] ως προς αυτές.Είναι άμεσα συμπαρούσα, χωρίς καμία απόσταση, σε όλες τις συνιστώσες ή τις παραλλαγές της, περνά και ξαναπερνά από αυτές - είναι μια επανάληψη, ένα [λ.χ. μουσικό] έργο που διαθέτει τον συνδυασμό του.

Η έννοια είναι κάτι ασώματο, παρ' ότι ενσαρκώνεται και πραγματώνεται σε σώματα. Ένας λόγος περισσότερο για να μην συγχέεται με την κατάσταση πραγμάτων στην οποία πραγματώνεται.Δεν διαθέτει χωροχρονικές συντεταγμένες αλλά μόνο εντασιακές τεταγμένες. Δεν έχει ενέργεια αλλά μόνο εντάσεις, είναι μη ενεργειακή (η ενέργεια δεν είναι η ένταση αλλά ο τρόπος που αυτή αναπτύσσεται και ακυρώνεται σε μια εκτασιακή κατάσταση πραγμάτων). Η έννοια λέει το συμβάν και όχι την ουσία ή το πράγμα. Πρόκειτε για ένα Συμβάν καθαρό, μια haecceitas[2], μιαν οντότητα - το συμβάν του Άλλου ή το συμβάν του προσώπου (όταν το πρόσωπο με την σειρά του εκλαμβάνεται ως έννοια). Ή το πτηνό ως συμβάν. Η έννοια ορίζεται μέσω του αχώριστου χαρακτήρα ενός πεπερασμένου αριθμού ετερογενών συνιστωσών, τις οποίες διατρέχει με άπειρη ταχύτητα ένα σημείο σε κατάσταση απόλυτης επισκόπησης. Οι έννοιες αποτελούν «απόλυτες επιφάνειες και όγκους», μορφές που δεν έχουν άλλο αντικείμενοαπό τον αχώριστο χαρακτήρα των διακριτών παραλλαγών[3]. Η «επισκόπηση» είναι η κατάσταση της έννοιας, η ίδια της η απειρότητα, αν και τα άπειρα είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα ανάλογα με τον συνδυασμό των συνιστωσών, των κατωφλίων και των γεφυρών. Από αυτή την άποψη, η έννοια είναι όντος ενέργημα της σκέψης, η δε σκέψη κινείται με άπειρη ταχύτητα (αν και άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο μεγάλη).

Η έννοια είναι επομένως συνάμα απόλυτη και σχετική: σχετική ως προς τα ίδια της τα συστατικά, ως προς τις υπόλοιπες έννοιες, ως προς το επίπεδο που πάνω του οριοθετείται, ως προς τα προβλήματα που λογίζεται ότι επιλύει, αλλά απόλυτη μέσα στη συμπύκνωση που επιτελεί, τον τόπο που καταλαμβάνει στο επίπεδο, από τους όρους που επιβάλλει στο εκάστοτε πρόβλημα. Είναι απόλυτη μεν ως όλον, σχετική δε καθ' ότι αποσπασματική. Είναι άπειρη κατά την επισκόπηση ή την ταχύτητά της αλλά πεπερασμένη κατά την κίνηση που χαράζει το περίγραμμα των συνιστωσών της.

(...)Αυτό που εν τούτοις παραμένει απόλυτο, είναι ο τρόπος που τίθεται η δημιουργημένη έννοια καθ' εαυτήν και σε σχέση με τις άλλες. Η σχετικότητα ή η απολυτότητα της έννοιας αποτελούν, όπως η παιδαγωγική και η οντολογία της, την δημιουργία και την αυτοθεσία της, την ιδεατότητα και την πραγματικότητά της. Πραγματική χωρίς να είναι ενεργεία, ιδεατή χωρίς να είναι αφηρημένη... η έννοια ορίζεται μέσω της συνέπειάς της, της ενδοσυνέπειας και της εξωσυνέπειας, χωρίς ωστόσο να έχει αναφορά: είναι αυτοαναφορική, θέτει τον εαυτό της και θέτει το αντικείμενό της ενώ συγχρόνως δημιουργείται. Ο κονστρουκτιβισμός ενοποιεί το σχετικό και το απόλυτο.

Μετάφραση: Σταματίνα Μανδηλαρά

___________________________________


[1]. Ο συγγραφέας εδώ κάνει λογοπαίγνιο με τη λέξη survol που στα γαλλικά σημαίνει και εξετάζω και πετώ. Έτσι μπορεί να σημαίνει τόσο πτήση όσο και επισκόπηση. Γι' αυτό και χρησιμοποιεί προς επίρρωσιν των ισχυρισμών του την καντιανή εικόνα του πτηνού.

[2]. Haecceitas: όρος του Duns Scotus. Στον Duns Scotus δηλώνει αυτό, δια του οποίου το κάθε ένα συγκεκριμένο πράγμα, που ανήκει σε ένα είδος, διακρίνεται από τα άλλα μέλη του ίδιου είδους. Αυτό που κάνει τον Σωκράτη να είναι ο συγκεκριμένος Σωκράτης, ο δάσκαλος του Πλάτωνα, που ήπιε το κώνειο.
Ο όρος χρησιμοποιείται και στην τροπική λογική. Στα ελληνικά, έχει αποδοθεί και ως αυτότητα.

[3]. Σχετικά με την επισκόπηση, τις επιφάνειες ή τις εντάσεις ως πραγματικές βλέπε Raymond Ruyer, Neo-finalisme, P.U.F., κεφ. ΙΧ-ΧΙ.